Translation meaning & definition of the word "repay" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "επαναπλήρωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Repay
[Επιστροφή]/ripe/
verb
1. Pay back
- "Please refund me my money"
- synonym:
- refund ,
- return ,
- repay ,
- give back
1. Επιστρέφω
- "Παρακαλώ επιστρέψτε μου τα χρήματά μου"
- συνώνυμο:
- επιστροφή ,
- ξεπληρώνω ,
- επιστρέφω
2. Make repayment for or return something
- synonym:
- requite ,
- repay
2. Κάντε αποπληρωμή ή επιστρέψτε κάτι
- συνώνυμο:
- απαιτώ ,
- ξεπληρώνω
3. Act or give recompense in recognition of someone's behavior or actions
- synonym:
- reward ,
- repay ,
- pay back
3. Ενεργήστε ή δώστε ανταμοιβή σε αναγνώριση της συμπεριφοράς ή των ενεργειών κάποιου
- συνώνυμο:
- ανταμοιβή ,
- ξεπληρώνω ,
- επιστρέφω
4. Answer back
- synonym:
- retort ,
- come back ,
- repay ,
- return ,
- riposte ,
- rejoin
4. Απάντηση πίσω
- συνώνυμο:
- ανακατασκευάζω ,
- επιστρέφω ,
- ξεπληρώνω ,
- επιστροφή ,
- ωρίμαστο ,
- επανασυνδέω
Examples of using
I must repay my debts.
Πρέπει να αποπληρώσω τα χρέη μου.
I would like to repay him for his kindness.
Θα ήθελα να τον ξεπληρώσω για την καλοσύνη του.
I must repay the debt.
Πρέπει να αποπληρώσω το χρέος.