Translation meaning & definition of the word "repairman" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επισκευαστής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Repairman
[Επισκευαστήσ]/rɪpɛrmæn/
noun
1. A skilled worker whose job is to repair things
- synonym:
- repairman ,
- maintenance man ,
- service man
1. Ένας εξειδικευμένος εργάτης του οποίου η δουλειά είναι να επισκευάζει τα πράγματα
- συνώνυμο:
- επισκευαστήσ ,
- άνθρωπος συντήρησης ,
- υπηρέτης