Translation meaning & definition of the word "rep" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επαναλήψεις" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rep
[Απάντηση]/rɛp/
noun
1. Informal abbreviation of `representative'
- synonym:
- rep
1. Άτυπη συντομογραφία του `αντιπροσωπευτικού'
- συνώνυμο:
- απάντηση
2. A fabric with prominent rounded crosswise ribs
- synonym:
- rep ,
- repp
2. Ένα ύφασμα με προεξέχουσες στρογγυλεμένες σταυρωτές πλευρές
- συνώνυμο:
- απάντηση ,
- επαναλαμβάνω