Translation meaning & definition of the word "reorient" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναπροσανατολισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Reorient
[Αναπροσανατολίζω]/riɔriɛnt/
verb
1. Orient once again, after a disorientation
- synonym:
- reorientate ,
- reorient
1. Προσανατολισμός για άλλη μια φορά, μετά από έναν αποπροσανατολισμό
- συνώνυμο:
- αναπροσανατολίζω
2. Cause to turn
- synonym:
- reorient
2. Αιτία να γυρίσει
- συνώνυμο:
- αναπροσανατολίζω
3. Set or arrange in a new or different determinate position
- "Orient the house towards the south"
- synonym:
- reorient
3. Ορίστε ή τακτοποιήστε σε μια νέα ή διαφορετική καθορισμένη θέση
- "Επισκέπτεται το σπίτι προς το νότο"
- συνώνυμο:
- αναπροσανατολίζω