Translation meaning & definition of the word "reorganize" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναδιοργάνωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Reorganize
[Αναδιοργανώνω]/riɔrgənaɪz/
verb
1. Organize anew
- "We must reorganize the company if we don't want to go under"
- synonym:
- reorganize ,
- reorganise ,
- shake up
1. Οργανώστε εκ νέου
- "Πρέπει να αναδιοργανώσουμε την εταιρεία αν δεν θέλουμε να πάμε κάτω"
- συνώνυμο:
- αναδιοργανώ ,
- ανακινώ
2. Organize anew, as after a setback
- synonym:
- reorganize ,
- reorganise ,
- regroup
2. Οργανώστε εκ νέου, όπως και μετά από μια οπισθοδρόμηση
- συνώνυμο:
- αναδιοργανώ ,
- ανασυγκροτώ