Translation meaning & definition of the word "renown" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γνωστή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Renown
[Ξανακαθίσει]/rɪnaʊn/
noun
1. The state or quality of being widely honored and acclaimed
- synonym:
- fame ,
- celebrity ,
- renown
1. Η κατάσταση ή η ποιότητα της ευρείας τιμής και αναγνώρισης
- συνώνυμο:
- φήμη ,
- διασημότητα ,
- φημίζομαι