Translation meaning & definition of the word "renovation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανακαίνιση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Renovation
[Ανακαίνιση]/rɛnəveʃən/
noun
1. The act of improving by renewing and restoring
- "They are pursuing a general program of renovation to the entire property"
- "A major overhal of the healthcare system was proposed"
- synonym:
- renovation ,
- redevelopment ,
- overhaul
1. Η πράξη της βελτίωσης με την ανανέωση και την αποκατάσταση
- "Επιδιώκουν ένα γενικό πρόγραμμα ανακαίνισης σε ολόκληρο το ακίνητο"
- "Προτάθηκε μια σημαντική υπερπροσφορά του συστήματος υγειονομικής περίθαλψης"
- συνώνυμο:
- ανακαίνιση ,
- ανάπλαση ,
- αναμόρφωση
2. The state of being restored to its former good condition
- "The inn was a renovation of a colonial house"
- synonym:
- renovation ,
- restoration ,
- refurbishment
2. Η κατάσταση αποκαταστάθηκε στην προηγούμενη καλή της κατάσταση
- "Το πανδοχείο ήταν μια ανακαίνιση ενός αποικιακού σπιτιού"
- συνώνυμο:
- ανακαίνιση ,
- αποκατάσταση