Translation meaning & definition of the word "renegade" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναγέννηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Renegade
[Επαναποστασιοποιηθεί]/rɛnəged/
noun
1. Someone who rebels and becomes an outlaw
- synonym:
- renegade
1. Κάποιος που επαναστατεί και γίνεται παράνομος
- συνώνυμο:
- επαναπροσδιορίζω
2. A disloyal person who betrays or deserts his cause or religion or political party or friend etc.
- synonym:
- deserter ,
- apostate ,
- renegade ,
- turncoat ,
- recreant ,
- ratter
2. Ένα άπιστο άτομο που προδίδει ή εγκαταλείπει την αιτία ή τη θρησκεία του ή το πολιτικό κόμμα ή φίλο κ.λπ.
- συνώνυμο:
- λιποτάκτησ ,
- αποστάτης ,
- επαναπροσδιορίζω ,
- παλτό ,
- αναδημιουργών ,
- παλαβόσ
verb
1. Break with established customs
- synonym:
- rebel ,
- renegade
1. Διάλειμμα με καθιερωμένα έθιμα
- συνώνυμο:
- επαναστάτης ,
- επαναπροσδιορίζω
adjective
1. Having deserted a cause or principle
- "Some provinces had proved recreant"
- "Renegade supporters of the usurper"
- synonym:
- recreant ,
- renegade
1. Έχοντας εγκαταλείψει μια αιτία ή μια αρχή
- "Μερικές επαρχίες είχαν αποδειχθεί αναδημιουργικές"
- "Υποστηρικτές του σφετεριστή"
- συνώνυμο:
- αναδημιουργών ,
- επαναπροσδιορίζω