Translation meaning & definition of the word "render" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παραχώρηση" στην ελληνική γλώσσα
Render
[Παραπόταμοσ]noun
1. A substance similar to stucco but exclusively applied to masonry walls
- synonym:
- render
1. Μια ουσία παρόμοια με το στόκο αλλά εφαρμόζεται αποκλειστικά σε τοίχους τοιχοποιίας
- συνώνυμο:
- αποδίδω
verb
1. Cause to become
- "The shot rendered her immobile"
- synonym:
- render
1. Αιτία να γίνει
- "Το πλάνο την έκανε ακίνητη"
- συνώνυμο:
- αποδίδω
2. Give something useful or necessary to
- "We provided the room with an electrical heater"
- synonym:
- supply ,
- provide ,
- render ,
- furnish
2. Δώστε κάτι χρήσιμο ή απαραίτητο για να
- "Παρείχαμε στο δωμάτιο μια ηλεκτρική θερμάστρα"
- συνώνυμο:
- προμήθεια ,
- παρέχω ,
- αποδίδω
3. Give an interpretation or rendition of
- "The pianist rendered the beethoven sonata beautifully"
- synonym:
- interpret ,
- render
3. Δώστε μια ερμηνεία ή απόδοση του
- "Ο πιανίστας έκανε τα σονάτα του μπετόβεν όμορφα"
- συνώνυμο:
- ερμηνεύω ,
- αποδίδω
4. Give or supply
- "The cow brings in 5 liters of milk"
- "This year's crop yielded 1,000 bushels of corn"
- "The estate renders some revenue for the family"
- synonym:
- render ,
- yield ,
- return ,
- give ,
- generate
4. Δίνω ή παρέχω
- "Η αγελάδα φέρνει 5 λίτρα γάλα"
- "Η φετινή καλλιέργεια απέδωσε 1.000 καλαμπόκι"
- "Το κτήμα καθιστά κάποια έσοδα για την οικογένεια"
- συνώνυμο:
- αποδίδω ,
- απόδοση ,
- επιστροφή ,
- δίνω ,
- παράγω
5. Pass down
- "Render a verdict"
- "Deliver a judgment"
- synonym:
- render ,
- deliver ,
- return
5. Περνώ από κάτω
- "Ανακαλέστε μια ετυμηγορία"
- "Δώστε μια κρίση"
- συνώνυμο:
- αποδίδω ,
- παραδίδω ,
- επιστροφή
6. Make over as a return
- "They had to render the estate"
- synonym:
- render ,
- submit
6. Παραδώστε ως επιστροφή
- "Έπρεπε να καταστήσουν το κτήμα"
- συνώνυμο:
- αποδίδω ,
- υποβάλλω
7. Give back
- "Render money"
- synonym:
- render ,
- return
7. Επιστρέφω
- "Παραλαβή χρημάτων"
- συνώνυμο:
- αποδίδω ,
- επιστροφή
8. To surrender someone or something to another
- "The guard delivered the criminal to the police"
- "Render up the prisoners"
- "Render the town to the enemy"
- "Fork over the money"
- synonym:
- hand over ,
- fork over ,
- fork out ,
- fork up ,
- turn in ,
- deliver ,
- render
8. Να παραδώσει κάποιον ή κάτι σε κάποιον άλλο
- "Ο φύλακας παρέδωσε τον εγκληματία στην αστυνομία"
- "Παραδώστε τους κρατούμενους"
- "Παραδώστε την πόλη στον εχθρό"
- "Πάνω από τα χρήματα"
- συνώνυμο:
- παραδίδω ,
- περπατώ ,
- περνώ ,
- επιστρέφω ,
- αποδίδω
9. Show in, or as in, a picture
- "This scene depicts country life"
- "The face of the child is rendered with much tenderness in this painting"
- synonym:
- picture ,
- depict ,
- render ,
- show
9. Εμφάνιση ή όπως σε μια εικόνα
- "Αυτή η σκηνή απεικονίζει τη ζωή της χώρας"
- "Το πρόσωπο του παιδιού αποδίδεται με μεγάλη τρυφερότητα σε αυτόν τον πίνακα"
- συνώνυμο:
- εικόνα ,
- απεικονίζω ,
- αποδίδω ,
- εμφανίζω
10. Coat with plastic or cement
- "Render the brick walls in the den"
- synonym:
- render
10. Παλτό με πλαστικό ή τσιμέντο
- "Παραδώστε τους τοίχους από τούβλα στο τζιν"
- συνώνυμο:
- αποδίδω
11. Bestow
- "Give homage"
- "Render thanks"
- synonym:
- give ,
- render
11. Παραχωρώ
- "Δώστε φόρο τιμής"
- "Ευχαριστώ"
- συνώνυμο:
- δίνω ,
- αποδίδω
12. Restate (words) from one language into another language
- "I have to translate when my in-laws from austria visit the u.s."
- "Can you interpret the speech of the visiting dignitaries?"
- "She rendered the french poem into english"
- "He translates for the u.n."
- synonym:
- translate ,
- interpret ,
- render
12. Επαναλάβετε (λέξεις) από μια γλώσσα σε μια άλλη γλώσσα
- "Πρέπει να μεταφράσω όταν τα πεθερικά μου από την αυστρία επισκέπτονται τις ηπα."
- "Μπορείτε να ερμηνεύσετε την ομιλία των επισκεπτών αξιωματούχων?"
- "Απέδωσε το γαλλικό ποίημα στα αγγλικά"
- "Μεταφράζει για τον οηε."
- συνώνυμο:
- μεταφράζω ,
- ερμηνεύω ,
- αποδίδω
13. Melt (fat or lard) in order to separate out impurities
- "Try the yak butter"
- "Render fat in a casserole"
- synonym:
- try ,
- render
13. Λιώνουμε ( λίπος ή λαρδ) για να διαχωρίσουμε τις ακαθαρσίες
- "Δοκιμάστε το βούτυρο του γιακ"
- "Παραδώστε το λίπος σε μια κατσαρόλα"
- συνώνυμο:
- προσπαθήστε ,
- αποδίδω