Translation meaning & definition of the word "remover" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "αφαίρεση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Remover
[Αφαίρεση]/rɪmuvər/
noun
1. A solvent that removes a substance (usually from a surface)
- "Paint remover"
- "Rust remover"
- "Hair remover"
- synonym:
- remover
1. Ένας διαλύτης που αφαιρεί μια ουσία (συνήθως από μια επιφάνεια)
- "Αφαίρεση χρωμάτων"
- "Απομάκρυνση της εμπιστοσύνης"
- "Αφαίρεση τρίχας"
- συνώνυμο:
- αφαιρώ
2. Someone who works for a company that moves furniture
- synonym:
- remover
2. Κάποιος που εργάζεται για μια εταιρεία που μετακινεί έπιπλα
- συνώνυμο:
- αφαιρώ
Examples of using
Nail polish remover stinks a lot.
Η αφαίρεση βερνικιών νυχιών βρωμάει πολύ.