Translation meaning & definition of the word "remove" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αφαίρεση" στην ελληνική γλώσσα
Remove
[Αφαιρέστε]noun
1. Degree of figurative distance or separation
- "Just one remove from madness" or "it imitates at many removes a shakespearean tragedy"
- synonym:
- remove
1. Βαθμός εικονιστικής απόστασης ή διαχωρισμού
- "Μόνο ένας απομακρύνεται από την τρέλα" ή "που μιμείται σε πολλούς αφαιρεί μια τραγωδία του σαίξπηρ"
- συνώνυμο:
- αφαιρώ
verb
1. Remove something concrete, as by lifting, pushing, or taking off, or remove something abstract
- "Remove a threat"
- "Remove a wrapper"
- "Remove the dirty dishes from the table"
- "Take the gun from your pocket"
- "This machine withdraws heat from the environment"
- synonym:
- remove ,
- take ,
- take away ,
- withdraw
1. Αφαιρέστε κάτι συγκεκριμένο, όπως με την ανύψωση, την ώθηση, ή την απογείωση, ή να αφαιρέσετε κάτι αφηρημένο
- "Αφαιρέστε μια απειλή"
- "Αφαιρέστε ένα περιτύλιγμα"
- "Αφαιρέστε τα βρώμικα πιάτα από το τραπέζι"
- "Πάρε το όπλο από την τσέπη σου"
- "Αυτή η μηχανή αποσύρει τη θερμότητα από το περιβάλλον"
- συνώνυμο:
- αφαιρώ ,
- παίρνω ,
- αποσύρω
2. Remove from a position or an office
- synonym:
- remove
2. Αφαίρεση από μια θέση ή ένα γραφείο
- συνώνυμο:
- αφαιρώ
3. Dispose of
- "Get rid of these old shoes!"
- "The company got rid of all the dead wood"
- synonym:
- get rid of ,
- remove
3. Απορρίπτω
- "Απαλλαγείτε από αυτά τα παλιά παπούτσια!"
- "Η εταιρεία ξεφορτώθηκε όλα τα νεκρά ξύλα"
- συνώνυμο:
- ξεφορτώνομαι ,
- αφαιρώ
4. Cause to leave
- "The teacher took the children out of the classroom"
- synonym:
- take out ,
- move out ,
- remove
4. Αιτία να φύγει
- "Ο δάσκαλος έβγαλε τα παιδιά από την τάξη"
- συνώνυμο:
- βγάζω έξω ,
- προχωρώ ,
- αφαιρώ
5. Shift the position or location of, as for business, legal, educational, or military purposes
- "He removed his children to the countryside"
- "Remove the troops to the forest surrounding the city"
- "Remove a case to another court"
- synonym:
- remove ,
- transfer
5. Μετατοπίστε τη θέση ή τη θέση του, όπως για επιχειρηματικούς, νομικούς, εκπαιδευτικούς ή στρατιωτικούς σκοπούς
- "Αφαίρεσε τα παιδιά του στην ύπαιθρο"
- "Αφαιρέστε τα στρατεύματα στο δάσος γύρω από την πόλη"
- "Αφαίρεση υπόθεσης σε άλλο δικαστήριο"
- συνώνυμο:
- αφαιρώ ,
- μεταφορά
6. Go away or leave
- "He absented himself"
- synonym:
- absent ,
- remove
6. Φύγε ή φύγε
- "Απαλλάσσει τον εαυτό του"
- συνώνυμο:
- απουσία ,
- αφαιρώ
7. Kill intentionally and with premeditation
- "The mafia boss ordered his enemies murdered"
- synonym:
- murder ,
- slay ,
- hit ,
- dispatch ,
- bump off ,
- off ,
- polish off ,
- remove
7. Σκοτώστε σκόπιμα και με προμελέτη
- "Το αφεντικό της μαφίας διέταξε τους εχθρούς του να δολοφονηθούν"
- συνώνυμο:
- δολοφονία ,
- φονιά ,
- χτύπημα ,
- αποστολή ,
- πέφτω ,
- από ,
- απολυμαίνω ,
- αφαιρώ
8. Get rid of something abstract
- "The death of her mother removed the last obstacle to their marriage"
- "God takes away your sins"
- synonym:
- remove ,
- take away
8. Απαλλαγείτε από κάτι αφηρημένο
- "Ο θάνατος της μητέρας της αφαίρεσε το τελευταίο εμπόδιο στο γάμο τους"
- "Ο θεός αφαιρεί τις αμαρτίες σου"
- συνώνυμο:
- αφαιρώ