Translation meaning & definition of the word "removal" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αφαίρεση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Removal
[Αφαίρεση]/rɪmuvəl/
noun
1. The act of removing
- "He had surgery for the removal of a malignancy"
- synonym:
- removal ,
- remotion
1. Η πράξη της αφαίρεσης
- "Είχε χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση μιας κακοήθειας"
- συνώνυμο:
- αφαίρεση ,
- ανακαίνιση
2. Dismissal from office
- synonym:
- removal
2. Απόλυση από το γραφείο
- συνώνυμο:
- αφαίρεση