Translation meaning & definition of the word "remotely" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απομακρυσμένα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Remotely
[Απομακρυσμένα]/rimoʊtli/
adverb
1. In a remote manner
- "When the measured speech of the chorus passes over into song the tones are, remotely but unmistakably, those taught by the orthodox liturgy"
- synonym:
- remotely
1. Με απομακρυσμένο τρόπο
- "Όταν η μετρημένη ομιλία του χορού περνάει στο τραγούδι, οι τόνοι είναι, εξ αποστάσεως αλλά αδιαμφισβήτητα, αυτοί που διδάσκονται"
- συνώνυμο:
- εξ αποστάσεως
2. To a remote degree
- "It is remotely possible"
- synonym:
- remotely
2. Σε απομακρυσμένο βαθμό
- "Είναι εξ αποστάσεως δυνατό"
- συνώνυμο:
- εξ αποστάσεως
Examples of using
Hey, are you remotely sane?!
Γεια σου, είσαι εξ αποστάσεως λογικός?!