Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "remit" into Greek language

Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "επαναλάβετε" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Remit

[Απολαμβάνω]
/rimɪt/

noun

1. The topic that a person, committee, or piece of research is expected to deal with or has authority to deal with

  • "They set up a group with a remit to suggest ways for strengthening family life"
    synonym:
  • remit

1. Το θέμα με το οποίο ένα άτομο, μια επιτροπή ή ένα κομμάτι της έρευνας αναμένεται να ασχοληθεί ή έχει την εξουσία να ασχοληθεί

  • "Συγκρότησαν μια ομάδα με αρμοδιότητα να προτείνουν τρόπους για την ενίσχυση της οικογενειακής ζωής"
    συνώνυμο:
  • αρμοδιότητα

2. (law) the act of remitting (especially the referral of a law case to another court)

    synonym:
  • remission
  • ,
  • remitment
  • ,
  • remit

2. (νυ) η πράξη της αποστολής (ειδικά η παραπομπή μιας νομικής υπόθεσης σε άλλο δικαστήριο)

    συνώνυμο:
  • ύφεση
  • ,
  • αποστολή
  • ,
  • αρμοδιότητα

verb

1. Send (money) in payment

  • "Remit $25"
    synonym:
  • remit

1. Αποστολή (μονεϊ) στην πληρωμή

  • "Παραλείψτε $25"
    συνώνυμο:
  • αρμοδιότητα

2. Hold back to a later time

  • "Let's postpone the exam"
    synonym:
  • postpone
  • ,
  • prorogue
  • ,
  • hold over
  • ,
  • put over
  • ,
  • table
  • ,
  • shelve
  • ,
  • set back
  • ,
  • defer
  • ,
  • remit
  • ,
  • put off

2. Κρατήστε πίσω σε μεταγενέστερο χρόνο

  • "Ας αναβάλουμε τις εξετάσεις"
    συνώνυμο:
  • αναβάλλω
  • ,
  • πρόδρομο
  • ,
  • κρατώ
  • ,
  • βάζω πάνω
  • ,
  • πίνακας
  • ,
  • ράφια
  • ,
  • παραδίδω
  • ,
  • αρμοδιότητα
  • ,
  • απογειώνομαι

3. Release from (claims, debts, or taxes)

  • "The taxes were remitted"
    synonym:
  • remit

3. Αποδέσμευση από (αξιώσεις, χρέη ή φόρους)

  • "Οι φόροι επιβλήθηκαν"
    συνώνυμο:
  • αρμοδιότητα

4. Refer (a matter or legal case) to another committee or authority or court for decision

    synonym:
  • remit
  • ,
  • remand
  • ,
  • send back

4. Παραπομπή ( θέματος ή νομικής υπόθεσης) σε άλλη επιτροπή ή αρχή ή δικαστήριο για απόφαση

    συνώνυμο:
  • αρμοδιότητα
  • ,
  • παραπέμπω
  • ,
  • στέλνω πίσω

5. Forgive

  • "God will remit their sins"
    synonym:
  • remit

5. Συγχωρώ

  • "Ο θεός θα αποδεσμεύσει τις αμαρτίες τους"
    συνώνυμο:
  • αρμοδιότητα

6. Make slack as by lessening tension or firmness

    synonym:
  • slacken
  • ,
  • remit

6. Κάντε χαλάρωση όπως μειώνοντας την ένταση ή τη σταθερότητα

    συνώνυμο:
  • χαλαρώνω
  • ,
  • αρμοδιότητα

7. Diminish or abate

  • "The pain finally remitted"
    synonym:
  • remit

7. Μειώνω ή μειώνω

  • "Ο πόνος τελικά απομακρύνθηκε"
    συνώνυμο:
  • αρμοδιότητα

Examples of using

I won't be able to remit the balance until the first of the month.
Δεν θα είμαι σε θέση να επιτύχω την ισορροπία μέχρι την πρώτη του μήνα.