Translation meaning & definition of the word "remit" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "επαναλάβετε" στην ελληνική γλώσσα
Remit
[Απολαμβάνω]noun
1. The topic that a person, committee, or piece of research is expected to deal with or has authority to deal with
- "They set up a group with a remit to suggest ways for strengthening family life"
- synonym:
- remit
1. Το θέμα με το οποίο ένα άτομο, μια επιτροπή ή ένα κομμάτι της έρευνας αναμένεται να ασχοληθεί ή έχει την εξουσία να ασχοληθεί
- "Συγκρότησαν μια ομάδα με αρμοδιότητα να προτείνουν τρόπους για την ενίσχυση της οικογενειακής ζωής"
- συνώνυμο:
- αρμοδιότητα
2. (law) the act of remitting (especially the referral of a law case to another court)
- synonym:
- remission ,
- remitment ,
- remit
2. (νυ) η πράξη της αποστολής (ειδικά η παραπομπή μιας νομικής υπόθεσης σε άλλο δικαστήριο)
- συνώνυμο:
- ύφεση ,
- αποστολή ,
- αρμοδιότητα
verb
1. Send (money) in payment
- "Remit $25"
- synonym:
- remit
1. Αποστολή (μονεϊ) στην πληρωμή
- "Παραλείψτε $25"
- συνώνυμο:
- αρμοδιότητα
2. Hold back to a later time
- "Let's postpone the exam"
- synonym:
- postpone ,
- prorogue ,
- hold over ,
- put over ,
- table ,
- shelve ,
- set back ,
- defer ,
- remit ,
- put off
2. Κρατήστε πίσω σε μεταγενέστερο χρόνο
- "Ας αναβάλουμε τις εξετάσεις"
- συνώνυμο:
- αναβάλλω ,
- πρόδρομο ,
- κρατώ ,
- βάζω πάνω ,
- πίνακας ,
- ράφια ,
- παραδίδω ,
- αρμοδιότητα ,
- απογειώνομαι
3. Release from (claims, debts, or taxes)
- "The taxes were remitted"
- synonym:
- remit
3. Αποδέσμευση από (αξιώσεις, χρέη ή φόρους)
- "Οι φόροι επιβλήθηκαν"
- συνώνυμο:
- αρμοδιότητα
4. Refer (a matter or legal case) to another committee or authority or court for decision
- synonym:
- remit ,
- remand ,
- send back
4. Παραπομπή ( θέματος ή νομικής υπόθεσης) σε άλλη επιτροπή ή αρχή ή δικαστήριο για απόφαση
- συνώνυμο:
- αρμοδιότητα ,
- παραπέμπω ,
- στέλνω πίσω
5. Forgive
- "God will remit their sins"
- synonym:
- remit
5. Συγχωρώ
- "Ο θεός θα αποδεσμεύσει τις αμαρτίες τους"
- συνώνυμο:
- αρμοδιότητα
6. Make slack as by lessening tension or firmness
- synonym:
- slacken ,
- remit
6. Κάντε χαλάρωση όπως μειώνοντας την ένταση ή τη σταθερότητα
- συνώνυμο:
- χαλαρώνω ,
- αρμοδιότητα
7. Diminish or abate
- "The pain finally remitted"
- synonym:
- remit
7. Μειώνω ή μειώνω
- "Ο πόνος τελικά απομακρύνθηκε"
- συνώνυμο:
- αρμοδιότητα