Translation meaning & definition of the word "remission" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "είσοδος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Remission
[Αποχώρηση]/rimɪʃən/
noun
1. An abatement in intensity or degree (as in the manifestations of a disease)
- "His cancer is in remission"
- synonym:
- remission ,
- remittal ,
- subsidence
1. Μια μείωση στην ένταση ή το βαθμό (α στις εκδηλώσεις μιας νόσου)
- "Ο καρκίνος του είναι σε ύφεση"
- συνώνυμο:
- ύφεση ,
- εμβάπτιση ,
- καθίζηση
2. A payment of money sent to a person in another place
- synonym:
- remittance ,
- remittal ,
- remission ,
- remitment
2. Μια πληρωμή χρημάτων που αποστέλλονται σε ένα άτομο σε άλλο μέρος
- συνώνυμο:
- εμβάσματοσ ,
- εμβάπτιση ,
- ύφεση ,
- αποστολή
3. (law) the act of remitting (especially the referral of a law case to another court)
- synonym:
- remission ,
- remitment ,
- remit
3. (νυ) η πράξη της αποστολής (ειδικά η παραπομπή μιας νομικής υπόθεσης σε άλλο δικαστήριο)
- συνώνυμο:
- ύφεση ,
- αποστολή ,
- αρμοδιότητα
4. The act of absolving or remitting
- Formal redemption as pronounced by a priest in the sacrament of penance
- synonym:
- absolution ,
- remission ,
- remittal ,
- remission of sin
4. Η πράξη της απολύσεως ή της επαναπροώθησης
- Επίσημη λύτρωση όπως προφέρεται από έναν ιερέα στο μυστήριο της μετάνοιας
- συνώνυμο:
- απουσία ,
- ύφεση ,
- εμβάπτιση ,
- άφεση της αμαρτίας