Translation meaning & definition of the word "remember" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "θυμηθείτε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Remember
[Θυμηθείτε]/rɪmɛmbər/
verb
1. Recall knowledge from memory
- Have a recollection
- "I can't remember saying any such thing"
- "I can't think what her last name was"
- "Can you remember her phone number?"
- "Do you remember that he once loved you?"
- "Call up memories"
- synonym:
- remember ,
- retrieve ,
- recall ,
- call back ,
- call up ,
- recollect ,
- think
1. Ανάκληση γνώσης από τη μνήμη
- Έχω μια ανάμνηση
- "Δεν θυμάμαι να λέω κάτι τέτοιο"
- "Δεν μπορώ να σκεφτώ ποιο ήταν το επώνυμό της"
- "Μπορείτε να θυμηθείτε τον αριθμό τηλεφώνου της?"
- "Θυμάσαι ότι κάποτε σε αγαπούσε?"
- "Καλέστε αναμνήσεις"
- συνώνυμο:
- θυμηθείτε ,
- ανακτώ ,
- ανάκληση ,
- καλώ πίσω ,
- καλώ ,
- αναμνώ ,
- σκέφτομαι
2. Keep in mind for attention or consideration
- "Remember the alamo"
- "Remember to call your mother every day!"
- "Think of the starving children in india!"
- synonym:
- remember ,
- think of
2. Λάβετε υπόψη σας την προσοχή ή την προσοχή
- "Θυμηθείτε το αλαμό"
- "Θυμηθείτε να καλείτε τη μητέρα σας κάθε μέρα!"
- "Σκεφτείτε τα πεινασμένα παιδιά στην ινδία!"
- συνώνυμο:
- θυμηθείτε ,
- σκέφτομαι
3. Recapture the past
- Indulge in memories
- "He remembered how he used to pick flowers"
- synonym:
- remember ,
- think back
3. Ανακαταλάβετε το παρελθόν
- Αφεθείτε στις αναμνήσεις
- "Θυμήθηκε πώς διάλεγε λουλούδια"
- συνώνυμο:
- θυμηθείτε ,
- σκεφτείτε πίσω
4. Show appreciation to
- "He remembered her in his will"
- synonym:
- remember
4. Δείχνω εκτίμηση στο
- "Την θυμήθηκε στη θέλησή του"
- συνώνυμο:
- θυμηθείτε
5. Mention favorably, as in prayer
- "Remember me in your prayers"
- synonym:
- remember
5. Αναφέρεται ευνοϊκά, όπως και στην προσευχή
- "Θυμηθείτε με στις προσευχές σας"
- συνώνυμο:
- θυμηθείτε
6. Mention as by way of greeting or to indicate friendship
- "Remember me to your wife"
- synonym:
- commend ,
- remember
6. Αναφέρετε όπως μέσω χαιρετισμού ή για να δείξετε φιλία
- "Θυμήσου με στη γυναίκα σου"
- συνώνυμο:
- επαινώ ,
- θυμηθείτε
7. Exercise, or have the power of, memory
- "After the shelling, many people lost the ability to remember"
- "Some remember better than others"
- synonym:
- remember
7. Ασκηθείτε ή έχετε τη δύναμη της μνήμης
- "Μετά τον βομβαρδισμό, πολλοί άνθρωποι έχασαν την ικανότητα να θυμούνται"
- "Μερικοί θυμούνται καλύτερα από τους άλλους"
- συνώνυμο:
- θυμηθείτε
8. Call to remembrance
- Keep alive the memory of someone or something, as in a ceremony
- "We remembered the 50th anniversary of the liberation of auschwitz"
- "Remember the dead of the first world war"
- synonym:
- commemorate ,
- remember
8. Κάλεσμα σε μνήμη
- Κρατήστε ζωντανή τη μνήμη κάποιου ή κάτι, όπως σε μια τελετή
- "Θυμόμαστε την 50ή επέτειο από την απελευθέρωση του άουσβιτς"
- "Θυμηθείτε τους νεκρούς του πρώτου παγκοσμίου πολέμου"
- συνώνυμο:
- τιμά ,
- θυμηθείτε
Examples of using
The problem is that I don't remember where I've parked my car.
Το πρόβλημα είναι ότι δεν θυμάμαι πού έχω παρκάρει το αυτοκίνητό μου.
Do you remember when Tom said that?
Θυμάσαι όταν το είπε αυτό ο Τομ?
I'll remember you in my will.
Θα σε θυμάμαι στη θέλησή μου.