Translation meaning & definition of the word "remedial" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "θεραπευτική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Remedial
[Θεραπευτικόσ]/rɪmidiəl/
adjective
1. Tending or intended to rectify or improve
- "A remedial reading course"
- "Remedial education"
- synonym:
- remedial
1. Την τάση ή την πρόθεση να διορθωθεί ή να βελτιωθεί
- "Ένα διορθωτικό μάθημα ανάγνωσης"
- "Ανατρεπτική εκπαίδευση"
- συνώνυμο:
- επανορθωτικόσ
2. Tending to cure or restore to health
- "Curative powers of herbal remedies"
- "Her gentle healing hand"
- "Remedial surgery"
- "A sanative environment of mountains and fresh air"
- "A therapeutic agent"
- "Therapeutic diets"
- synonym:
- curative ,
- healing(p) ,
- alterative ,
- remedial ,
- sanative ,
- therapeutic
2. Τείνουν να θεραπεύσουν ή να αποκαταστήσουν την υγεία
- "Θεραπευτικές δυνάμεις των φυτικών θεραπειών"
- "Το απαλό θεραπευτικό χέρι της"
- "Θεραπευτική χειρουργική"
- "Ένα υγιεινό περιβάλλον βουνών και καθαρού αέρα"
- "Θεραπευτικός παράγοντας"
- "Θεραπευτικές δίαιτες"
- συνώνυμο:
- θεραπευτικόσ ,
- θεραπευτικό() ,
- μεταβαλλόμενη ,
- επανορθωτικόσ ,
- υγιεινόσ