Translation meaning & definition of the word "remake" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αφαίρεση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Remake
[Ξαναπαίρνω]/rimek/
noun
1. Creation that is created again or anew
- "It is a remake of an old film"
- synonym:
- remake ,
- remaking
1. Δημιουργία που δημιουργείται ξανά ή εκ νέου
- "Είναι μια ανακαίνιση μιας παλιάς ταινίας"
- συνώνυμο:
- ξαναφτιάχνω ,
- ανακατασκευή
verb
1. Make new
- "She is remaking her image"
- synonym:
- remake ,
- refashion ,
- redo ,
- make over
1. Κάνω νέο
- "Αναδιαμορφώνει την εικόνα της"
- συνώνυμο:
- ξαναφτιάχνω ,
- αναδιατύπωση ,
- επαναλαμβάνω ,
- ανακαλύπτω