Translation meaning & definition of the word "remainder" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απομένων" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Remainder
[Υπόλοιποσ]/rɪmendər/
noun
1. Something left after other parts have been taken away
- "There was no remainder"
- "He threw away the rest"
- "He took what he wanted and i got the balance"
- synonym:
- remainder ,
- balance ,
- residual ,
- residue ,
- residuum ,
- rest
1. Κάτι που απέμεινε αφού αφαιρεθούν άλλα μέρη
- "Δεν υπήρχε υπόλοιπο"
- "Πέταξε τα υπόλοιπα"
- "Πήρε αυτό που ήθελε και πήρα την ισορροπία"
- συνώνυμο:
- υπόλοιπο ,
- ισορροπία ,
- υπολειμματικόσ ,
- υπόλειμμα ,
- κατάλοιπο ,
- ξεκουράζομαι
2. The part of the dividend that is left over when the dividend is not evenly divisible by the divisor
- synonym:
- remainder
2. Το τμήμα του μερίσματος που απομένει όταν το μέρισμα δεν διαιρείται ομοιόμορφα από το διαιρέτη
- συνώνυμο:
- υπόλοιπο
3. The number that remains after subtraction
- The number that when added to the subtrahend gives the minuend
- synonym:
- remainder ,
- difference
3. Ο αριθμός που παραμένει μετά την αφαίρεση
- Ο αριθμός που όταν προστίθεται στην υπο-σύλληψη δίνει το ελάχιστο
- συνώνυμο:
- υπόλοιπο ,
- διαφορά
4. A piece of cloth that is left over after the rest has been used or sold
- synonym:
- end ,
- remainder ,
- remnant ,
- oddment
4. Ένα κομμάτι ύφασμα που έχει απομείνει αφού το υπόλοιπο έχει χρησιμοποιηθεί ή πωληθεί
- συνώνυμο:
- τέλος ,
- υπόλοιπο ,
- περίεργο
verb
1. Sell cheaply as remainders
- "The publisher remaindered the books"
- synonym:
- remainder
1. Πουλήστε φθηνά ως υπόλοιπα
- "Ο εκδότης παρέμεινε στα βιβλία"
- συνώνυμο:
- υπόλοιπο