Translation meaning & definition of the word "relocate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μεταφράστε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Relocate
[Μετεγκαταστήσει]/riloʊket/
verb
1. Become established in a new location
- "Our company relocated to the midwest"
- synonym:
- relocate
1. Εγκατασταθεί σε μια νέα τοποθεσία
- "Η εταιρεία μας μεταφέρθηκε στα μεσοδυτικά"
- συνώνυμο:
- μετεγκαθίσταται
2. Move or establish in a new location
- "We had to relocate the office because the rent was too high"
- synonym:
- relocate
2. Μετακίνηση ή εγκατάσταση σε νέα θέση
- "Έπρεπε να μετεγκαταστήσουμε το γραφείο επειδή το ενοίκιο ήταν πολύ υψηλό"
- συνώνυμο:
- μετεγκαθίσταται