Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "religious" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "θρησκευτική" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Religious

[Θρησκευτικόσ]
/rɪlɪʤəs/

noun

1. A member of a religious order who is bound by vows of poverty and chastity and obedience

    synonym:
  • religious

1. Ένα μέλος μιας θρησκευτικής τάξης που δεσμεύεται από όρκους φτώχειας και αγνότητας και υπακοής

    συνώνυμο:
  • θρησκευτικόσ

adjective

1. Concerned with sacred matters or religion or the church

  • "Religious texts"
  • "A member of a religious order"
  • "Lords temporal and spiritual"
  • "Spiritual leaders"
  • "Spiritual songs"
    synonym:
  • religious
  • ,
  • spiritual

1. Ασχολείται με ιερά θέματα ή θρησκεία ή την εκκλησία

  • "Θρησκευτικά κείμενα"
  • "Μέλος θρησκευτικής τάξης"
  • "Κυρίες χρονικοί και πνευματικοί"
  • "Πνευματικοί ηγέτες"
  • "Πνευματικά τραγούδια"
    συνώνυμο:
  • θρησκευτικόσ
  • ,
  • πνευματικόσ

2. Having or showing belief in and reverence for a deity

  • "A religious man"
  • "Religious attitude"
    synonym:
  • religious

2. Έχοντας ή δείχνοντας πίστη και σεβασμό για μια θεότητα

  • "Ένας θρησκευόμενος άνθρωπος"
  • "Θρησκευτική στάση"
    συνώνυμο:
  • θρησκευτικόσ

3. Of or relating to clergy bound by monastic vows

  • "The religious or regular clergy conducts the service"
    synonym:
  • religious

3. Από ή σχετίζονται με κληρικούς που δεσμεύονται από μοναστικούς όρκους

  • "Ο θρησκευτικός ή τακτικός κλήρος διεξάγει την υπηρεσία"
    συνώνυμο:
  • θρησκευτικόσ

4. Extremely scrupulous and conscientious

  • "Religious in observing the rules of health"
    synonym:
  • religious

4. Εξαιρετικά ευσυνείδητος και ευσυνείδητος

  • "Θρησκευτικό στην τήρηση των κανόνων της υγείας"
    συνώνυμο:
  • θρησκευτικόσ

Examples of using

The Quakers are a religious people.
Οι απατεώνες είναι θρησκευόμενοι άνθρωποι.
Tom belonged to a religious order.
Ο Τομ ανήκε σε μια θρησκευτική τάξη.
Tom works with religious devotion.
Ο Τομ δουλεύει με θρησκευτική αφοσίωση.