Translation meaning & definition of the word "religiosity" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "θρησκευτικότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Religiosity
[Θρησκευτικότητα]/rɪlɪʤiɑsəti/
noun
1. Exaggerated or affected piety and religious zeal
- synonym:
- religiosity ,
- religionism ,
- religiousism ,
- pietism
1. Υπερβολική ή επηρεασμένη ευσέβεια και θρησκευτικός ζήλος
- συνώνυμο:
- θρησκευτικότητα ,
- θρησκευτισμόσ ,
- πιετισμόσ