Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "reliever" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "θρησκευτής" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Reliever

[Ανακουφιστήσ]
/rilivər/

noun

1. Someone who takes the place of another (as when things get dangerous or difficult)

  • "The star had a stand-in for dangerous scenes"
  • "We need extra employees for summer fill-ins"
    synonym:
  • stand-in
  • ,
  • substitute
  • ,
  • relief
  • ,
  • reliever
  • ,
  • backup
  • ,
  • backup man
  • ,
  • fill-in

1. Κάποιος που παίρνει τη θέση άλλων (α όταν τα πράγματα γίνονται επικίνδυνα ή δύσκολα)

  • "Το αστέρι είχε μια στάση για επικίνδυνες σκηνές"
  • "Χρειαζόμαστε επιπλέον υπαλλήλους για καλοκαιρινές πληροφορίες"
    συνώνυμο:
  • αναπόσπαστοσ
  • ,
  • υποκατάστατο
  • ,
  • ανακούφιση
  • ,
  • ανακουφιστήσ
  • ,
  • αντίγραφο ασφαλείας
  • ,
  • εφεδρικός άνθρωπος
  • ,
  • συμπλήρωση

2. A person who reduces the intensity (e.g., of fears) and calms and pacifies

  • "A reliever of anxiety"
  • "An allayer of fears"
    synonym:
  • reliever
  • ,
  • allayer
  • ,
  • comforter

2. Ένα άτομο που μειώνει την ένταση (π.χ., φόβων) και ηρεμεί και ειρηνεύει

  • "Ανακούφιση από το άγχος"
  • "Ένα στρώμα φόβων"
    συνώνυμο:
  • ανακουφιστήσ
  • ,
  • παραπονούμενοσ
  • ,
  • παρακινητήσ

3. A pitcher who does not start the game

    synonym:
  • reliever
  • ,
  • relief pitcher
  • ,
  • fireman

3. Μια στάμνα που δεν ξεκινά το παιχνίδι

    συνώνυμο:
  • ανακουφιστήσ
  • ,
  • ανάγλυφη στάμνα
  • ,
  • πυροσβέστης

Examples of using

Take the pain reliever only when you need it.
Πάρτε το παυσίπονο μόνο όταν το χρειάζεστε.
Do you have a pain reliever?
Έχετε ανακούφιση από τον πόνο?
Do you have a pain reliever?
Έχετε ανακούφιση από τον πόνο?