Translation meaning & definition of the word "relieved" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "χαλάρωσε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Relieved
[Ανακουφίζεται]/rɪlivd/
adjective
1. (of pain or sorrow) made easier to bear
- synonym:
- alleviated ,
- eased ,
- relieved
1. (του πόνου ή της θλίψης) διευκολύνθηκε να αντέξει
- συνώνυμο:
- ανακουφίζεται ,
- χαλάρωσε ,
- ανακουφισμένος
2. Extending out above or beyond a surface or boundary
- "The jutting limb of a tree"
- "Massive projected buttresses"
- "His protruding ribs"
- "A pile of boards sticking over the end of his truck"
- synonym:
- jutting ,
- projected ,
- projecting ,
- protruding ,
- relieved ,
- sticking(p) ,
- sticking out(p)
2. Εκτείνεται πάνω ή πέρα από μια επιφάνεια ή ένα όριο
- "Το τρανταχτό άκρο ενός δέντρου"
- "Μαζικές προβαλλόμενες γλουτές"
- "Προεξέχουν τα πλευρά του"
- "Ένας σωρός από σανίδες κολλάει πάνω από το τέλος του φορτηγού του"
- συνώνυμο:
- περιπλανώμαι ,
- προβλεπόμενοσ ,
- προβολή ,
- προεξέχοντασ ,
- ανακουφισμένος ,
- κολλητικό()<TAG1><TAG1> ,
- ξεπερνώντας το (π)
Examples of using
Tom's letter relieved me of a lot of worry.
Το γράμμα του Τομ με απαλλάσσει από πολλή ανησυχία.
I felt very relieved when I heard the news.
Ένιωσα πολύ ανακουφισμένος όταν άκουσα τα νέα.
I paid back the debt, and I feel relieved.
Πλήρωσα το χρέος και αισθάνομαι ανακουφισμένος.