Translation meaning & definition of the word "relief" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανακούφιση" στην ελληνική γλώσσα
Relief
[Ανακούφιση]noun
1. The feeling that comes when something burdensome is removed or reduced
- "As he heard the news he was suddenly flooded with relief"
- synonym:
- relief ,
- alleviation ,
- assuagement
1. Το συναίσθημα που έρχεται όταν κάτι επαχθές αφαιρείται ή μειώνεται
- "Όπως άκουσε τα νέα, ξαφνικά πλημμύρισε με ανακούφιση"
- συνώνυμο:
- ανακούφιση ,
- κατάσχεση
2. The condition of being comfortable or relieved (especially after being relieved of distress)
- "He enjoyed his relief from responsibility"
- "Getting it off his conscience gave him some ease"
- synonym:
- relief ,
- ease
2. Η κατάσταση της άνεσης ή της ανακούφισης (ειδικά μετά την ανακούφιση από το αγχώδη
- "Απολάμβανε την ανακούφιση από την ευθύνη"
- "Το να το βγάλει από τη συνείδησή του του έδωσε κάποια ευκολία"
- συνώνυμο:
- ανακούφιση ,
- ευκολία
3. (law) redress awarded by a court
- "Was the relief supposed to be protection from future harm or compensation for past injury?"
- synonym:
- relief
3. (ν) επανόρθωση που απονέμεται από δικαστήριο
- "Η ανακούφιση υποτίθεται ότι είναι προστασία από μελλοντικές βλάβες ή αποζημίωση για προηγούμενους τραυματισμούς?"
- συνώνυμο:
- ανακούφιση
4. Someone who takes the place of another (as when things get dangerous or difficult)
- "The star had a stand-in for dangerous scenes"
- "We need extra employees for summer fill-ins"
- synonym:
- stand-in ,
- substitute ,
- relief ,
- reliever ,
- backup ,
- backup man ,
- fill-in
4. Κάποιος που παίρνει τη θέση άλλων (α όταν τα πράγματα γίνονται επικίνδυνα ή δύσκολα)
- "Το αστέρι είχε μια στάση για επικίνδυνες σκηνές"
- "Χρειαζόμαστε επιπλέον υπαλλήλους για καλοκαιρινές πληροφορίες"
- συνώνυμο:
- αναπόσπαστοσ ,
- υποκατάστατο ,
- ανακούφιση ,
- ανακουφιστήσ ,
- αντίγραφο ασφαλείας ,
- εφεδρικός άνθρωπος ,
- συμπλήρωση
5. Assistance in time of difficulty
- "The contributions provided some relief for the victims"
- synonym:
- relief ,
- succor ,
- succour ,
- ministration
5. Βοήθεια σε περίοδο δυσκολίας
- "Οι συνεισφορές παρείχαν κάποια ανακούφιση στα θύματα"
- συνώνυμο:
- ανακούφιση ,
- συντρέχω ,
- υπηρεσία
6. A pause for relaxation
- "People actually accomplish more when they take time for short rests"
- synonym:
- respite ,
- rest ,
- relief ,
- rest period
6. Μια παύση για χαλάρωση
- "Οι άνθρωποι πραγματικά καταφέρνουν περισσότερα όταν χρειάζονται χρόνο για σύντομες ανάπαυσης"
- συνώνυμο:
- αναπνέω ,
- ξεκουράζομαι ,
- ανακούφιση ,
- περίοδος ανάπαυσης
7. A change for the better
- synonym:
- easing ,
- moderation ,
- relief
7. Μια αλλαγή προς το καλύτερο
- συνώνυμο:
- χαλάρωση ,
- μετριοπάθεια ,
- ανακούφιση
8. Aid for the aged or indigent or handicapped
- "He has been on relief for many years"
- synonym:
- relief
8. Ενίσχυση για ηλικιωμένους ή άτομα με ειδικές ανάγκες
- "Είναι σε ανακούφιση για πολλά χρόνια"
- συνώνυμο:
- ανακούφιση
9. The act of reducing something unpleasant (as pain or annoyance)
- "He asked the nurse for relief from the constant pain"
- synonym:
- easing ,
- easement ,
- alleviation ,
- relief
9. Η πράξη της μείωσης κάτι δυσάρεστο (ας πόνος ή ενόχληση)
- "Ζήτησε από τη νοσοκόμα ανακούφιση από τον συνεχή πόνο"
- συνώνυμο:
- χαλάρωση ,
- ευκολία ,
- ανακούφιση
10. Sculpture consisting of shapes carved on a surface so as to stand out from the surrounding background
- synonym:
- relief ,
- relievo ,
- rilievo ,
- embossment ,
- sculptural relief
10. Γλυπτό που αποτελείται από σχήματα σκαλισμένα σε μια επιφάνεια έτσι ώστε να ξεχωρίζουν από το γύρω φόντο
- συνώνυμο:
- ανακούφιση ,
- ρελιέβο ,
- ριλιέβο ,
- ανάγλυφο ,
- γλυπτική ανακούφιση
11. The act of freeing a city or town that has been besieged
- "He asked for troops for the relief of atlanta"
- synonym:
- relief
11. Η πράξη της απελευθέρωσης μιας πόλης ή μιας πόλης που έχει πολιορκηθεί
- "Ζήτησε στρατεύματα για την ανακούφιση της ατλάντα"
- συνώνυμο:
- ανακούφιση