Translation meaning & definition of the word "relic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ρεά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Relic
[Λεκιασμένοσ]/rɛlɪk/
noun
1. An antiquity that has survived from the distant past
- synonym:
- relic
1. Μια αρχαιότητα που έχει επιβιώσει από το μακρινό παρελθόν
- συνώνυμο:
- λείψανο
2. Something of sentimental value
- synonym:
- keepsake ,
- souvenir ,
- token ,
- relic
2. Κάτι συναισθηματικής αξίας
- συνώνυμο:
- ενθύμιο ,
- αναμνηστικό ,
- τόκερ ,
- λείψανο