Translation meaning & definition of the word "reliant" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αντίπαλος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Reliant
[Εξαρτώμενοσ]/rɪlaɪənt/
adjective
1. Relying on another for support
- "Dependent on middle eastern oil"
- synonym:
- reliant
1. Βασιζόμαστε σε άλλο για υποστήριξη
- "Εξαρτάται από το πετρέλαιο της μέσης ανατολής"
- συνώνυμο:
- εξαρτώμενοσ