Translation meaning & definition of the word "reliance" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εξάρτηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Reliance
[Πίστη]/rɪlaɪəns/
noun
1. Certainty based on past experience
- "He wrote the paper with considerable reliance on the work of other scientists"
- "He put more trust in his own two legs than in the gun"
- synonym:
- reliance ,
- trust
1. Βεβαιότητα βασισμένη στην προηγούμενη εμπειρία
- "Έγραψε την εφημερίδα με σημαντική εξάρτηση από το έργο άλλων επιστημόνων"
- "Έβαλε περισσότερη εμπιστοσύνη στα δύο πόδια του από ό, τι στο όπλο"
- συνώνυμο:
- εξάρτηση ,
- εμπιστοσύνη
2. The state of relying on something
- synonym:
- reliance
2. Η κατάσταση της βασίζονται σε κάτι
- συνώνυμο:
- εξάρτηση