Translation meaning & definition of the word "relentlessly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αδυσώπητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Relentlessly
[Αδιάκοπα]/rɪlɛntləsli/
adverb
1. In a relentless manner
- "He worked relentlessly"
- synonym:
- relentlessly ,
- unrelentingly
1. Με αμείλικτο τρόπο
- "Εργάστηκε αμείλικτα"
- συνώνυμο:
- αμείλικτα ,
- αδυσώπητα
Examples of using
In Ankara, I made clear that America is not – and never will be – at war with Islam. We will, however, relentlessly confront violent extremists who pose a grave threat to our security.
Στην Άγκυρα, κατέστησα σαφές ότι η Αμερική δεν είναι – και ποτέ δεν θα είναι – σε πόλεμο με το Ισλάμ. Ωστόσο, θα αντιμετωπίσουμε αδιάκοπα τους βίαιους εξτρεμιστές που αποτελούν σοβαρή απειλή για την ασφάλειά μας.
In Ankara, I made clear that the United States is not – and never will be – at war with Islam. We will, however, relentlessly confront violent extremists who pose a grave threat to our security.
Στην Άγκυρα, κατέστησα σαφές ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι – και ποτέ δεν θα είναι – σε πόλεμο με το Ισλάμ. Ωστόσο, θα αντιμετωπίσουμε αδιάκοπα τους βίαιους εξτρεμιστές που αποτελούν σοβαρή απειλή για την ασφάλειά μας.