Translation meaning & definition of the word "relentless" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αδυσώπητος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Relentless
[Ανελέητοσ]/rɪlɛntlɪs/
adjective
1. Not to be placated or appeased or moved by entreaty
- "Grim determination"
- "Grim necessity"
- "Russia's final hour, it seemed, approached with inexorable certainty"
- "Relentless persecution"
- "The stern demands of parenthood"
- synonym:
- grim ,
- inexorable ,
- relentless ,
- stern ,
- unappeasable ,
- unforgiving ,
- unrelenting
1. Δεν πρέπει να πλανηθείτε ή να κατευναστείτε ή να μετακινηθείτε από την παγίδευση
- "Προσκυνηματική αποφασιστικότητα"
- "Προσκυνηματική αναγκαιότητα"
- "Η τελευταία ώρα της ρωσίας, φαινόταν, πλησίασε με αμείλικτη βεβαιότητα"
- "Αδυσώπητη δίωξη"
- "Οι αυστηρές απαιτήσεις της γονεϊκότητας"
- συνώνυμο:
- γκρινιάζω ,
- αμείλικτοσ ,
- αμείλικτος ,
- στερν ,
- ανεμπόδιστοσ ,
- αδυσώπητοσ
2. Never-ceasing
- "The relentless beat of the drums"
- synonym:
- persistent ,
- relentless ,
- unrelenting
2. Αδιάλειπτη
- "Ο αμείλικτος ρυθμός των ντραμς"
- συνώνυμο:
- επίμονος ,
- αμείλικτος ,
- αδυσώπητοσ