Translation meaning & definition of the word "release" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απελευθέρωση" στην ελληνική γλώσσα
Release
[Απελευθέρωση]noun
1. Merchandise issued for sale or public showing (especially a record or film)
- "A new release from the london symphony orchestra"
- synonym:
- release
1. Εμπορεύματα που εκδίδονται προς πώληση ή δημόσια εμφάνιση (ειδικά ρεκόρ ή φιλμογραφία
- "Μια νέα έκδοση από τη συμφωνική ορχήστρα του λονδίνου"
- συνώνυμο:
- απελευθέρωση
2. The act of liberating someone or something
- synonym:
- liberation ,
- release ,
- freeing
2. Η πράξη της απελευθέρωσης κάποιου ή κάτι τέτοιο
- συνώνυμο:
- απελευθέρωση
3. A process that liberates or discharges something
- "There was a sudden release of oxygen"
- "The release of iodine from the thyroid gland"
- synonym:
- release
3. Μια διαδικασία που απελευθερώνει ή απαλλάσσει κάτι
- "Υπήρξε μια ξαφνική απελευθέρωση οξυγόνου"
- "Η απελευθέρωση ιωδίου από τον θυρεοειδή αδένα"
- συνώνυμο:
- απελευθέρωση
4. An announcement distributed to members of the press in order to supplement or replace an oral presentation
- synonym:
- handout ,
- press release ,
- release
4. Ανακοίνωση που διανέμεται σε μέλη του τύπου για τη συμπλήρωση ή την αντικατάσταση μιας προφορικής παρουσίασης
- συνώνυμο:
- φυλλάδιο ,
- δελτίο Τύπου ,
- απελευθέρωση
5. The termination of someone's employment (leaving them free to depart)
- synonym:
- dismissal ,
- dismission ,
- discharge ,
- firing ,
- liberation ,
- release ,
- sack ,
- sacking
5. Ο τερματισμός της απασχόλησης κάποιου (αφήνοντάς τους ελεύθερους να αναχωρήσουν)
- συνώνυμο:
- απόλυση ,
- εκτομή ,
- απαλλαγή ,
- πυροδότηση ,
- απελευθέρωση ,
- σακίδιο ,
- απολύσεισ
6. Euphemistic expressions for death
- "Thousands mourned his passing"
- synonym:
- passing ,
- loss ,
- departure ,
- exit ,
- expiration ,
- going ,
- release
6. Ευφημιστικές εκφράσεις για το θάνατο
- "Χιλιάδες θρηνούν το πέρασμά του"
- συνώνυμο:
- πέρασμα ,
- απώλεια ,
- αναχώρηση ,
- έξοδος ,
- λήξη ,
- πηγαίνω ,
- απελευθέρωση
7. A legal document evidencing the discharge of a debt or obligation
- synonym:
- acquittance ,
- release
7. Νομικό έγγραφο που αποδεικνύει την απαλλαγή χρέους ή υποχρέωσης
- συνώνυμο:
- απαλλαγή ,
- απελευθέρωση
8. A device that when pressed will release part of a mechanism
- synonym:
- release ,
- button
8. Μια συσκευή που όταν πιέζεται θα απελευθερώσει μέρος ενός μηχανισμού
- συνώνυμο:
- απελευθέρωση ,
- κουμπί
9. Activity that frees or expresses creative energy or emotion
- "She had no other outlet for her feelings"
- "He gave vent to his anger"
- synonym:
- release ,
- outlet ,
- vent
9. Δραστηριότητα που απελευθερώνει ή εκφράζει δημιουργική ενέργεια ή συναίσθημα
- "Δεν είχε άλλη διέξοδο για τα συναισθήματά της"
- "Έδωσε διέξοδο στο θυμό του"
- συνώνυμο:
- απελευθέρωση ,
- έξοδος ,
- εξαερισμός
10. The act of allowing a fluid to escape
- synonym:
- spill ,
- spillage ,
- release
10. Η πράξη του να επιτρέπεται η διαφυγή ενός υγρού
- συνώνυμο:
- χυμός ,
- διαρροή ,
- απελευθέρωση
11. A formal written statement of relinquishment
- synonym:
- release ,
- waiver ,
- discharge
11. Επίσημη γραπτή δήλωση παραίτησης
- συνώνυμο:
- απελευθέρωση ,
- παραίτηση ,
- απαλλαγή
12. (music) the act or manner of terminating a musical phrase or tone
- synonym:
- release ,
- tone ending
12. (μουσική) η πράξη ή ο τρόπος τερματισμού μιας μουσικής φράσης ή τόνου
- συνώνυμο:
- απελευθέρωση ,
- τόνος που τελειώνει
verb
1. Release, as from one's grip
- "Let go of the door handle, please!"
- "Relinquish your grip on the rope--you won't fall"
- synonym:
- let go of ,
- let go ,
- release ,
- relinquish
1. Απελευθέρωση, όπως από τη λαβή κάποιου
- "Αφήστε τη λαβή της πόρτας, παρακαλώ!"
- "Αποσύρετε τη λαβή σας στο σχοινί-δεν θα πέσετε"
- συνώνυμο:
- αφήνω ,
- απελευθέρωση ,
- παραιτούμαι
2. Grant freedom to
- Free from confinement
- synonym:
- free ,
- liberate ,
- release ,
- unloose ,
- unloosen ,
- loose
2. Ελευθερία να
- Απαλλαγμένος από τον περιορισμό
- συνώνυμο:
- δωρεάν ,
- απελευθερώνω ,
- απελευθέρωση ,
- χαλαρός
3. Let (something) fall or spill from a container
- "Turn the flour onto a plate"
- synonym:
- turn ,
- release
3. Αφήστε (κάτι) να πέσει ή να χυθεί από ένα δοχείο
- "Γυρίστε το αλεύρι σε ένα πιάτο"
- συνώνυμο:
- στρέφω ,
- απελευθέρωση
4. Prepare and issue for public distribution or sale
- "Publish a magazine or newspaper"
- synonym:
- publish ,
- bring out ,
- put out ,
- issue ,
- release
4. Προετοιμασία και έκδοση για δημόσια διανομή ή πώληση
- "Δημοσιεύστε ένα περιοδικό ή μια εφημερίδα"
- συνώνυμο:
- δημοσιεύω ,
- βγάζω ,
- θέμα ,
- απελευθέρωση
5. Eliminate (a substance)
- "Combustion products are exhausted in the engine"
- "The plant releases a gas"
- synonym:
- exhaust ,
- discharge ,
- expel ,
- eject ,
- release
5. Εξαλείψτε την ουσία (
- "Τα προϊόντα καύσης εξαντλούνται στον κινητήρα"
- "Το εργοστάσιο απελευθερώνει αέριο"
- συνώνυμο:
- εξάτμιση ,
- απαλλαγή ,
- αποβάλλω ,
- εκτοξεύω ,
- απελευθέρωση
6. Generate and separate from cells or bodily fluids
- "Secrete digestive juices"
- "Release a hormone into the blood stream"
- synonym:
- secrete ,
- release
6. Παράγετε και διαχωρίζετε από τα κύτταρα ή τα σωματικά υγρά
- "Εκκρίνουν πεπτικούς χυμούς"
- "Απελευθερώστε μια ορμόνη στην κυκλοφορία του αίματος"
- συνώνυμο:
- εκκρίνω ,
- απελευθέρωση
7. Make (information) available for publication
- "Release the list with the names of the prisoners"
- synonym:
- free ,
- release
7. Κάντε το (πληροφορι) διαθέσιμο για δημοσίευση
- "Απελευθερώστε τη λίστα με τα ονόματα των κρατουμένων"
- συνώνυμο:
- δωρεάν ,
- απελευθέρωση
8. Part with a possession or right
- "I am relinquishing my bedroom to the long-term house guest"
- "Resign a claim to the throne"
- synonym:
- release ,
- relinquish ,
- resign ,
- free ,
- give up
8. Μέρος με κατοχή ή δικαίωμα
- "Παραιτούμαι από την κρεβατοκάμαρά μου στον μακροπρόθεσμο επισκέπτη"
- "Παραιτηθείτε από τον θρόνο"
- συνώνυμο:
- απελευθέρωση ,
- παραιτούμαι ,
- δωρεάν ,
- εγκαταλείπω
9. Release (gas or energy) as a result of a chemical reaction or physical decomposition
- synonym:
- release ,
- free ,
- liberate
9. Απελευθέρωση (αερίων ή ενεργεια) ως αποτέλεσμα χημικής αντίδρασης ή φυσικής αποσύνθεσης
- συνώνυμο:
- απελευθέρωση ,
- δωρεάν ,
- απελευθερώνω
10. Make (assets) available
- "Release the holdings in the dictator's bank account"
- synonym:
- unblock ,
- unfreeze ,
- free ,
- release
10. Κάντε (ασετ) διαθέσιμο
- "Απελευθέρωση των συμμετοχών στον τραπεζικό λογαριασμό του δικτάτορα"
- συνώνυμο:
- ξεμπλοκάρω ,
- ξεπαγώνω ,
- δωρεάν ,
- απελευθέρωση