Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "release" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απελευθέρωση" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Release

[Απελευθέρωση]
/rilis/

noun

1. Merchandise issued for sale or public showing (especially a record or film)

  • "A new release from the london symphony orchestra"
    synonym:
  • release

1. Εμπορεύματα που εκδίδονται προς πώληση ή δημόσια εμφάνιση (ειδικά ρεκόρ ή φιλμογραφία

  • "Μια νέα έκδοση από τη συμφωνική ορχήστρα του λονδίνου"
    συνώνυμο:
  • απελευθέρωση

2. The act of liberating someone or something

    synonym:
  • liberation
  • ,
  • release
  • ,
  • freeing

2. Η πράξη της απελευθέρωσης κάποιου ή κάτι τέτοιο

    συνώνυμο:
  • απελευθέρωση

3. A process that liberates or discharges something

  • "There was a sudden release of oxygen"
  • "The release of iodine from the thyroid gland"
    synonym:
  • release

3. Μια διαδικασία που απελευθερώνει ή απαλλάσσει κάτι

  • "Υπήρξε μια ξαφνική απελευθέρωση οξυγόνου"
  • "Η απελευθέρωση ιωδίου από τον θυρεοειδή αδένα"
    συνώνυμο:
  • απελευθέρωση

4. An announcement distributed to members of the press in order to supplement or replace an oral presentation

    synonym:
  • handout
  • ,
  • press release
  • ,
  • release

4. Ανακοίνωση που διανέμεται σε μέλη του τύπου για τη συμπλήρωση ή την αντικατάσταση μιας προφορικής παρουσίασης

    συνώνυμο:
  • φυλλάδιο
  • ,
  • δελτίο Τύπου
  • ,
  • απελευθέρωση

5. The termination of someone's employment (leaving them free to depart)

    synonym:
  • dismissal
  • ,
  • dismission
  • ,
  • discharge
  • ,
  • firing
  • ,
  • liberation
  • ,
  • release
  • ,
  • sack
  • ,
  • sacking

5. Ο τερματισμός της απασχόλησης κάποιου (αφήνοντάς τους ελεύθερους να αναχωρήσουν)

    συνώνυμο:
  • απόλυση
  • ,
  • εκτομή
  • ,
  • απαλλαγή
  • ,
  • πυροδότηση
  • ,
  • απελευθέρωση
  • ,
  • σακίδιο
  • ,
  • απολύσεισ

6. Euphemistic expressions for death

  • "Thousands mourned his passing"
    synonym:
  • passing
  • ,
  • loss
  • ,
  • departure
  • ,
  • exit
  • ,
  • expiration
  • ,
  • going
  • ,
  • release

6. Ευφημιστικές εκφράσεις για το θάνατο

  • "Χιλιάδες θρηνούν το πέρασμά του"
    συνώνυμο:
  • πέρασμα
  • ,
  • απώλεια
  • ,
  • αναχώρηση
  • ,
  • έξοδος
  • ,
  • λήξη
  • ,
  • πηγαίνω
  • ,
  • απελευθέρωση

7. A legal document evidencing the discharge of a debt or obligation

    synonym:
  • acquittance
  • ,
  • release

7. Νομικό έγγραφο που αποδεικνύει την απαλλαγή χρέους ή υποχρέωσης

    συνώνυμο:
  • απαλλαγή
  • ,
  • απελευθέρωση

8. A device that when pressed will release part of a mechanism

    synonym:
  • release
  • ,
  • button

8. Μια συσκευή που όταν πιέζεται θα απελευθερώσει μέρος ενός μηχανισμού

    συνώνυμο:
  • απελευθέρωση
  • ,
  • κουμπί

9. Activity that frees or expresses creative energy or emotion

  • "She had no other outlet for her feelings"
  • "He gave vent to his anger"
    synonym:
  • release
  • ,
  • outlet
  • ,
  • vent

9. Δραστηριότητα που απελευθερώνει ή εκφράζει δημιουργική ενέργεια ή συναίσθημα

  • "Δεν είχε άλλη διέξοδο για τα συναισθήματά της"
  • "Έδωσε διέξοδο στο θυμό του"
    συνώνυμο:
  • απελευθέρωση
  • ,
  • έξοδος
  • ,
  • εξαερισμός

10. The act of allowing a fluid to escape

    synonym:
  • spill
  • ,
  • spillage
  • ,
  • release

10. Η πράξη του να επιτρέπεται η διαφυγή ενός υγρού

    συνώνυμο:
  • χυμός
  • ,
  • διαρροή
  • ,
  • απελευθέρωση

11. A formal written statement of relinquishment

    synonym:
  • release
  • ,
  • waiver
  • ,
  • discharge

11. Επίσημη γραπτή δήλωση παραίτησης

    συνώνυμο:
  • απελευθέρωση
  • ,
  • παραίτηση
  • ,
  • απαλλαγή

12. (music) the act or manner of terminating a musical phrase or tone

    synonym:
  • release
  • ,
  • tone ending

12. (μουσική) η πράξη ή ο τρόπος τερματισμού μιας μουσικής φράσης ή τόνου

    συνώνυμο:
  • απελευθέρωση
  • ,
  • τόνος που τελειώνει

verb

1. Release, as from one's grip

  • "Let go of the door handle, please!"
  • "Relinquish your grip on the rope--you won't fall"
    synonym:
  • let go of
  • ,
  • let go
  • ,
  • release
  • ,
  • relinquish

1. Απελευθέρωση, όπως από τη λαβή κάποιου

  • "Αφήστε τη λαβή της πόρτας, παρακαλώ!"
  • "Αποσύρετε τη λαβή σας στο σχοινί-δεν θα πέσετε"
    συνώνυμο:
  • αφήνω
  • ,
  • απελευθέρωση
  • ,
  • παραιτούμαι

2. Grant freedom to

  • Free from confinement
    synonym:
  • free
  • ,
  • liberate
  • ,
  • release
  • ,
  • unloose
  • ,
  • unloosen
  • ,
  • loose

2. Ελευθερία να

  • Απαλλαγμένος από τον περιορισμό
    συνώνυμο:
  • δωρεάν
  • ,
  • απελευθερώνω
  • ,
  • απελευθέρωση
  • ,
  • χαλαρός

3. Let (something) fall or spill from a container

  • "Turn the flour onto a plate"
    synonym:
  • turn
  • ,
  • release

3. Αφήστε (κάτι) να πέσει ή να χυθεί από ένα δοχείο

  • "Γυρίστε το αλεύρι σε ένα πιάτο"
    συνώνυμο:
  • στρέφω
  • ,
  • απελευθέρωση

4. Prepare and issue for public distribution or sale

  • "Publish a magazine or newspaper"
    synonym:
  • publish
  • ,
  • bring out
  • ,
  • put out
  • ,
  • issue
  • ,
  • release

4. Προετοιμασία και έκδοση για δημόσια διανομή ή πώληση

  • "Δημοσιεύστε ένα περιοδικό ή μια εφημερίδα"
    συνώνυμο:
  • δημοσιεύω
  • ,
  • βγάζω
  • ,
  • θέμα
  • ,
  • απελευθέρωση

5. Eliminate (a substance)

  • "Combustion products are exhausted in the engine"
  • "The plant releases a gas"
    synonym:
  • exhaust
  • ,
  • discharge
  • ,
  • expel
  • ,
  • eject
  • ,
  • release

5. Εξαλείψτε την ουσία (

  • "Τα προϊόντα καύσης εξαντλούνται στον κινητήρα"
  • "Το εργοστάσιο απελευθερώνει αέριο"
    συνώνυμο:
  • εξάτμιση
  • ,
  • απαλλαγή
  • ,
  • αποβάλλω
  • ,
  • εκτοξεύω
  • ,
  • απελευθέρωση

6. Generate and separate from cells or bodily fluids

  • "Secrete digestive juices"
  • "Release a hormone into the blood stream"
    synonym:
  • secrete
  • ,
  • release

6. Παράγετε και διαχωρίζετε από τα κύτταρα ή τα σωματικά υγρά

  • "Εκκρίνουν πεπτικούς χυμούς"
  • "Απελευθερώστε μια ορμόνη στην κυκλοφορία του αίματος"
    συνώνυμο:
  • εκκρίνω
  • ,
  • απελευθέρωση

7. Make (information) available for publication

  • "Release the list with the names of the prisoners"
    synonym:
  • free
  • ,
  • release

7. Κάντε το (πληροφορι) διαθέσιμο για δημοσίευση

  • "Απελευθερώστε τη λίστα με τα ονόματα των κρατουμένων"
    συνώνυμο:
  • δωρεάν
  • ,
  • απελευθέρωση

8. Part with a possession or right

  • "I am relinquishing my bedroom to the long-term house guest"
  • "Resign a claim to the throne"
    synonym:
  • release
  • ,
  • relinquish
  • ,
  • resign
  • ,
  • free
  • ,
  • give up

8. Μέρος με κατοχή ή δικαίωμα

  • "Παραιτούμαι από την κρεβατοκάμαρά μου στον μακροπρόθεσμο επισκέπτη"
  • "Παραιτηθείτε από τον θρόνο"
    συνώνυμο:
  • απελευθέρωση
  • ,
  • παραιτούμαι
  • ,
  • δωρεάν
  • ,
  • εγκαταλείπω

9. Release (gas or energy) as a result of a chemical reaction or physical decomposition

    synonym:
  • release
  • ,
  • free
  • ,
  • liberate

9. Απελευθέρωση (αερίων ή ενεργεια) ως αποτέλεσμα χημικής αντίδρασης ή φυσικής αποσύνθεσης

    συνώνυμο:
  • απελευθέρωση
  • ,
  • δωρεάν
  • ,
  • απελευθερώνω

10. Make (assets) available

  • "Release the holdings in the dictator's bank account"
    synonym:
  • unblock
  • ,
  • unfreeze
  • ,
  • free
  • ,
  • release

10. Κάντε (ασετ) διαθέσιμο

  • "Απελευθέρωση των συμμετοχών στον τραπεζικό λογαριασμό του δικτάτορα"
    συνώνυμο:
  • ξεμπλοκάρω
  • ,
  • ξεπαγώνω
  • ,
  • δωρεάν
  • ,
  • απελευθέρωση

Examples of using

Tom forgot to release the brake.
Ο Τομ ξέχασε να αφήσει το φρένο.
The police will release the victim's name after they have notified his next of kin.
Η αστυνομία θα απελευθερώσει το όνομα του θύματος αφού ειδοποιήσει τον συγγενή του.
He ordered them to release the prisoner.
Τους διέταξε να απελευθερώσουν τον κρατούμενο.