Translation meaning & definition of the word "relearn" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επανεκμάθηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Relearn
[Ξαναμάθω]/rilɛrn/
verb
1. Learn something again, as after having forgotten or neglected it
- "After the accident, he could not walk for months and had to relearn how to walk down stairs"
- synonym:
- relearn
1. Μάθετε ξανά κάτι, όπως αφού το έχετε ξεχάσει ή το έχετε παραμελήσει
- "Μετά το ατύχημα, δεν μπορούσε να περπατήσει για μήνες και έπρεπε να ξαναμάθει πώς να περπατάει τις σκάλες"
- συνώνυμο:
- ξαναμάθω
Examples of using
The illiterate of the twenty-first century will not be those who cannot read and write, but those who cannot learn, unlearn and relearn.
Ο αναλφάβητος του εικοστού πρώτου αιώνα δεν θα είναι αυτός που δεν μπορεί να διαβάσει και να γράψει, αλλά αυτός που μπορεί.