Translation meaning & definition of the word "relay" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χαλάρωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Relay
[Ρελέ]/rile/
noun
1. The act of passing something along from one person or group to another
- "The relay was successful"
- synonym:
- relay
1. Η πράξη του να περνάς κάτι από το ένα άτομο ή από μια ομάδα στο άλλο
- "Ο ηλεκτρονόμος ήταν επιτυχής"
- συνώνυμο:
- αναμεταδίδω
2. A crew of workers who relieve another crew
- synonym:
- relay
2. Πλήρωμα εργαζομένων που ανακουφίζει άλλο πλήρωμα
- συνώνυμο:
- αναμεταδίδω
3. A fresh team to relieve weary draft animals
- synonym:
- relay
3. Μια νέα ομάδα για να ανακουφίσει τα κουρασμένα πρόχειρα ζώα
- συνώνυμο:
- αναμεταδίδω
4. A race between teams
- Each member runs or swims part of the distance
- synonym:
- relay ,
- relay race
4. Ένας αγώνας μεταξύ των ομάδων
- Κάθε μέλος τρέχει ή κολυμπάει μέρος της απόστασης
- συνώνυμο:
- αναμεταδίδω ,
- αγώνας ρελέ
5. Electrical device such that current flowing through it in one circuit can switch on and off a current in a second circuit
- synonym:
- relay ,
- electrical relay
5. Η ηλεκτρική συσκευή όπως το ρεύμα που ρέει μέσα από αυτό σε ένα κύκλωμα μπορεί να ενεργοποιήσει και να απενεργοποιήσει ένα ρεύμα
- συνώνυμο:
- αναμεταδίδω ,
- ηλεκτρικός ηλεκτρονόμος
verb
1. Pass along
- "Please relay the news to the villagers"
- synonym:
- relay
1. Περνώ
- "Παρακαλώ αναμεταδώστε τα νέα στους χωρικούς"
- συνώνυμο:
- αναμεταδίδω
2. Control or operate by relay
- synonym:
- relay
2. Ελέγξτε ή λειτουργήστε με ρελέ
- συνώνυμο:
- αναμεταδίδω