Translation meaning & definition of the word "relationship" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σχέση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Relationship
[Σχέση]/rileʃənʃɪp/
noun
1. A relation between people
- (`relationship' is often used where `relation' would serve, as in `the relationship between inflation and unemployment', but the preferred usage of `relationship' is for human relations or states of relatedness)
- "The relationship between mothers and their children"
- synonym:
- relationship ,
- human relationship
1. Μια σχέση μεταξύ των ανθρώπων
- Η σχέση (`χρησιμοποιείται συχνά εκεί όπου η σχέση` θα εξυπηρετούσε, όπως και στη σχέση μεταξύ πληθωρισμού και ανεργίας, αλλά η προτιμώμενη' είναι για τις ανθρώπινες σχέσεις ή καταστάσεις σχετικότητας)
- "Η σχέση μεταξύ των μητέρων και των παιδιών τους"
- συνώνυμο:
- σχέση ,
- ανθρώπινη σχέση
2. A state of connectedness between people (especially an emotional connection)
- "He didn't want his wife to know of the relationship"
- synonym:
- relationship
2. Μια κατάσταση σύνδεσης μεταξύ των ανθρώπων (ειδικά μια συναισθηματική σύνδεση)
- "Δεν ήθελε η γυναίκα του να γνωρίζει τη σχέση"
- συνώνυμο:
- σχέση
3. A state involving mutual dealings between people or parties or countries
- synonym:
- relationship
3. Ένα κράτος που περιλαμβάνει αμοιβαίες συναλλαγές μεταξύ ανθρώπων ή κομμάτων ή χωρών
- συνώνυμο:
- σχέση
4. (anthropology) relatedness or connection by blood or marriage or adoption
- synonym:
- kinship ,
- family relationship ,
- relationship
4. (ανθρωπολογία) σχετικότητα ή σύνδεση με αίμα ή γάμο ή υιοθεσία
- συνώνυμο:
- συγγένεια ,
- οικογενειακή σχέση ,
- σχέση
Examples of using
Tom and Mary's relationship was very volatile and they argued constantly.
Η σχέση του Τομ και της Μαίρης ήταν πολύ ασταθής και υποστήριζαν συνεχώς.
I don't think I'm ready for a relationship.
Δεν νομίζω ότι είμαι έτοιμος για μια σχέση.
Sally told me that she will break off her relationship with Gary
Η Σάλι μου είπε ότι θα διακόψει τη σχέση της με τον Γκάρι