Translation meaning & definition of the word "related" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σχετικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Related
[Σχετικά]/rɪletɪd/
adjective
1. Being connected either logically or causally or by shared characteristics
- "Painting and the related arts"
- "School-related activities"
- "Related to micelle formation is the...ability of detergent actives to congregate at oil-water interfaces"
- synonym:
- related ,
- related to
1. Να συνδέεται είτε λογικά είτε αιτιολογικά είτε με κοινά χαρακτηριστικά
- "Ζωγραφική και σχετικές τέχνες"
- "Εργασίες που σχετίζονται με το σχολείο"
- "Σχετίζεται με το σχηματισμό μικροελαίου είναι η δυνατότητα των απορρυπαντικών να συναρμολογούνται σε διεπαφές λαδιού-νερού"
- συνώνυμο:
- σχετικόσ ,
- σχετίζεται με
2. Connected by kinship, common origin, or marriage
- synonym:
- related
2. Συνδέεται με συγγένεια, κοινή καταγωγή ή γάμο
- συνώνυμο:
- σχετικόσ
Examples of using
I didn't know you were related.
Δεν ήξερα ότι είχες σχέση.
I'm not related to Tom.
Δεν έχω σχέση με τον Τομ.
The infrastructure of an application is directly related to its overall performance.
Η υποδομή μιας εφαρμογής σχετίζεται άμεσα με τη συνολική της απόδοση.