Translation meaning & definition of the word "rejuvenation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναζωογόνηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rejuvenation
[Αναζωογόνηση]/rɪʤuvəneʃən/
noun
1. The phenomenon of vitality and freshness being restored
- "The annual rejuvenation of the landscape"
- synonym:
- rejuvenation ,
- greening
1. Το φαινόμενο της ζωτικότητας και της φρεσκάδας που αποκαθίσταται
- "Η ετήσια αναζωογόνηση του τοπίου"
- συνώνυμο:
- αναζωογόνηση ,
- πρασινισμό
2. The act of restoring to a more youthful condition
- synonym:
- rejuvenation
2. Η πράξη της αποκατάστασης σε μια πιο νεανική κατάσταση
- συνώνυμο:
- αναζωογόνηση