Translation meaning & definition of the word "rejoicing" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανακατασκευή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rejoicing
[Επαναπροσδιορίζω]/rɪʤɔɪsɪŋ/
noun
1. A feeling of great happiness
- synonym:
- rejoicing
1. Αίσθηση μεγάλης ευτυχίας
- συνώνυμο:
- χαρά
2. The utterance of sounds expressing great joy
- synonym:
- exultation ,
- rejoicing ,
- jubilation
2. Η ομιλία των ήχων που εκφράζουν μεγάλη χαρά
- συνώνυμο:
- εκτροπή ,
- χαρά ,
- απολύμανση
adjective
1. Joyful and proud especially because of triumph or success
- "Rejoicing crowds filled the streets on vj day"
- "A triumphal success"
- "A triumphant shout"
- synonym:
- exultant ,
- exulting ,
- jubilant ,
- prideful ,
- rejoicing ,
- triumphal ,
- triumphant
1. Χαρούμενος και περήφανος ειδικά λόγω του θριάμβου ή της επιτυχίας
- "Τα πλήθη που αναζωογονούνται γέμισαν τους δρόμους την ημέρα του φεκ"
- "Μια θριαμβευτική επιτυχία"
- "Μια θριαμβευτική κραυγή"
- συνώνυμο:
- επιτηδευμένοσ ,
- αποπνικτικόσ ,
- ευφυολόγοσ ,
- υπερήφανοσ ,
- χαρά ,
- θριαμβευτικόσ ,
- θριαμβευτής