Translation meaning & definition of the word "rejoice" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επιλογή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rejoice
[Επαναλαμβάνω]/rɪʤɔɪs/
verb
1. Feel happiness or joy
- synonym:
- rejoice ,
- joy
1. Νιώστε ευτυχία ή χαρά
- συνώνυμο:
- χαίρομαι ,
- χαρά
2. To express great joy
- "Who cannot exult in spring?"
- synonym:
- exuberate ,
- exult ,
- rejoice ,
- triumph ,
- jubilate
2. Να εκφράσει μεγάλη χαρά
- "Ποιος δεν μπορεί να αγαπήσει την άνοιξη?"
- συνώνυμο:
- εξαντλώ ,
- αποτέλεσμα ,
- χαίρομαι ,
- θρίαμβος ,
- ελικοειδήσ
3. Be ecstatic with joy
- synonym:
- wallow ,
- rejoice ,
- triumph
3. Να είσαι εκστατικός με τη χαρά
- συνώνυμο:
- βαλλίσ ,
- χαίρομαι ,
- θρίαμβος
Examples of using
Rejoice with them that do rejoice, and weep with them that weep.
Χαίρεσαι μαζί τους που χαίρονται και κλαις μαζί τους που κλαίνε.