Translation meaning & definition of the word "rejection" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απόρριψη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rejection
[Απόρριψη]/rɪʤɛkʃən/
noun
1. The act of rejecting something
- "His proposals were met with rejection"
- synonym:
- rejection
1. Η πράξη της απόρριψης κάτι
- "Οι προτάσεις του αντιμετωπίστηκαν με απόρριψη"
- συνώνυμο:
- απόρριψη
2. The state of being rejected
- synonym:
- rejection
2. Η κατάσταση απορρίφθηκε
- συνώνυμο:
- απόρριψη
3. (medicine) an immunological response that refuses to accept substances or organisms that are recognized as foreign
- "Rejection of the transplanted liver"
- synonym:
- rejection
3. (φάρμακο) μια ανοσολογική αντίδραση που αρνείται να δεχτεί ουσίες ή οργανισμούς που αναγνωρίζονται ως ξένοι
- "Απόρριψη του μεταμοσχευμένου ήπατος"
- συνώνυμο:
- απόρριψη
4. The speech act of rejecting
- synonym:
- rejection
4. Η πράξη της απόρριψης
- συνώνυμο:
- απόρριψη