Translation meaning & definition of the word "reject" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απόρριψη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Reject
[Απορρίπτω]/rɪʤɛkt/
noun
1. The person or thing that is rejected or set aside as inferior in quality
- synonym:
- cull ,
- reject
1. Το άτομο ή το πράγμα που απορρίπτεται ή αφήνεται κατώτερο στην ποιότητα
- συνώνυμο:
- περιστρέφω ,
- απορρίπτω
verb
1. Refuse to accept or acknowledge
- "I reject the idea of starting a war"
- "The journal rejected the student's paper"
- synonym:
- reject
1. Αρνηθείτε να αποδεχτείτε ή να αναγνωρίσετε
- "Απορρίπτω την ιδέα της έναρξης ενός πολέμου"
- "Το περιοδικό απέρριψε το χαρτί του μαθητή"
- συνώνυμο:
- απορρίπτω
2. Refuse to accept
- "He refused my offer of hospitality"
- synonym:
- refuse ,
- reject ,
- pass up ,
- turn down ,
- decline
2. Αρνηθείτε να δεχτείτε
- "Αρνήθηκε την προσφορά μου για φιλοξενία"
- συνώνυμο:
- αρνούμαι ,
- απορρίπτω ,
- περνώ ,
- κατεβάζω ,
- μείωση
3. Deem wrong or inappropriate
- "I disapprove of her child rearing methods"
- synonym:
- disapprove ,
- reject
3. Να θεωρείτε λάθος ή ακατάλληλο
- "Αποδοκιμάζω τις μεθόδους ανατροφής του παιδιού της"
- συνώνυμο:
- αποδοκιμάζω ,
- απορρίπτω
4. Reject with contempt
- "She spurned his advances"
- synonym:
- reject ,
- spurn ,
- freeze off ,
- scorn ,
- pooh-pooh ,
- disdain ,
- turn down
4. Απορρίπτουν με περιφρόνηση
- "Έκανε τις προόδους του"
- συνώνυμο:
- απορρίπτω ,
- αποτυγχάνω ,
- παγώνω ,
- περιφρονώ ,
- ποοχ-που ,
- κατεβάζω
5. Resist immunologically the introduction of some foreign tissue or organ
- "His body rejected the liver of the donor"
- synonym:
- resist ,
- reject ,
- refuse
5. Αντισταθείτε ανοσολογικά στην εισαγωγή κάποιου ξένου ιστού ή οργάνου
- "Το σώμα του απέρριψε το ήπαρ του δότη"
- συνώνυμο:
- αντιστέκομαι ,
- απορρίπτω ,
- αρνούμαι
6. Refuse entrance or membership
- "They turned away hundreds of fans"
- "Black people were often rejected by country clubs"
- synonym:
- reject ,
- turn down ,
- turn away ,
- refuse
6. Αρνηθείτε την είσοδο ή τη συμμετοχή
- "Απομάκρυναν εκατοντάδες οπαδούς"
- "Οι μαύροι άνθρωποι συχνά απορρίπτονται από τις εθνικές ομάδες"
- συνώνυμο:
- απορρίπτω ,
- κατεβάζω ,
- απομακρύνομαι ,
- αρνούμαι
7. Dismiss from consideration or a contest
- "John was ruled out as a possible suspect because he had a strong alibi"
- "This possibility can be eliminated from our consideration"
- synonym:
- rule out ,
- eliminate ,
- winnow out ,
- reject
7. Απόρριψη από εξέταση ή διαγωνισμό
- "Ο τζον αποκλείστηκε ως πιθανός ύποπτος επειδή είχε ισχυρό άλλοθι"
- "Αυτή η δυνατότητα μπορεί να εξαλειφθεί από την εκτίμησή μας"
- συνώνυμο:
- αποκλείω ,
- εξαλείφω ,
- αποφεύγω ,
- απορρίπτω
Examples of using
I am afraid it is a reject.
Φοβάμαι ότι είναι μια απόρριψη.