Translation meaning & definition of the word "reiterate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναφέρεται" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Reiterate
[Επαναλαμβάνω]/riɪtəret/
verb
1. To say, state, or perform again
- "She kept reiterating her request"
- synonym:
- repeat ,
- reiterate ,
- ingeminate ,
- iterate ,
- restate ,
- retell
1. Για να πούμε, δηλώστε ή εκτελέστε ξανά
- "Συνέχισε να επαναλαμβάνει το αίτημά της"
- συνώνυμο:
- επαναλάβετε ,
- επαναλαμβάνω ,
- ενδογενή ,
- ιτερίζω ,
- επαναδιατυπώνω
Examples of using
Let me reiterate what I've said.
Επιτρέψτε μου να επαναλάβω αυτά που είπα.