Translation meaning & definition of the word "reinvent" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "επανεφεύρεση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Reinvent
[Επανεφεύρεση]/riɪnvɛnt/
verb
1. Bring back into existence
- "The candidate reinvented the concept of national health care so that he would get elected"
- synonym:
- reinvent
1. Επαναφέρω στην ύπαρξη
- "Ο υποψήφιος επανεφηύρε την έννοια της εθνικής υγειονομικής περίθαλψης ώστε να εκλεγεί"
- συνώνυμο:
- επανεφευρίσκω
2. Create anew and make over
- "He reinvented african music for american listeners"
- synonym:
- reinvent
2. Δημιουργήστε εκ νέου και αναπληρώστε
- "Εφηύρε εκ νέου την αφρικανική μουσική για αμερικανούς ακροατές"
- συνώνυμο:
- επανεφευρίσκω
Examples of using
You don't need to reinvent the wheel.
Δεν χρειάζεται να επανεφεύρουμε τον τροχό.