Translation meaning & definition of the word "reindeer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τάρανδος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Reindeer
[Ταράνδου]/rendɪr/
noun
1. Arctic deer with large antlers in both sexes
- Called `reindeer' in eurasia and `caribou' in north america
- synonym:
- caribou ,
- reindeer ,
- Greenland caribou ,
- Rangifer tarandus
1. Αρκτικό ελάφι με μεγάλα κέρατα και στα δύο φύλα
- Ονομάζεται `τάρανδος' στην ευρασία και `καριμπού' στη βόρεια αμερική
- συνώνυμο:
- καριμπού ,
- τάρανδος ,
- Γροιλανδίας καριμπού ,
- Καταπατητής Ταράνδος