Translation meaning & definition of the word "rehabilitation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποκατάσταση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rehabilitation
[Αποκατάσταση]/rihəbɪləteʃən/
noun
1. The restoration of someone to a useful place in society
- synonym:
- rehabilitation
1. Η αποκατάσταση κάποιου σε ένα χρήσιμο μέρος στην κοινωνία
- συνώνυμο:
- αποκατάσταση
2. The conversion of wasteland into land suitable for use of habitation or cultivation
- synonym:
- reclamation ,
- renewal ,
- rehabilitation
2. Η μετατροπή της ερημιάς σε γη κατάλληλη για κατοίκηση ή καλλιέργεια
- συνώνυμο:
- ανάκτηση ,
- ανανέωση ,
- αποκατάσταση
3. Vindication of a person's character and the re-establishment of that person's reputation
- synonym:
- rehabilitation
3. Δικαίωση του χαρακτήρα ενός ατόμου και την αποκατάσταση της φήμης αυτού του ατόμου
- συνώνυμο:
- αποκατάσταση
4. The treatment of physical disabilities by massage and electrotherapy and exercises
- synonym:
- rehabilitation
4. Η θεραπεία των σωματικών αναπηριών με μασάζ και ηλεκτροθεραπεία και ασκήσεις
- συνώνυμο:
- αποκατάσταση