Translation meaning & definition of the word "regulation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ρύθμιση" στην ελληνική γλώσσα
Regulation
[Κανονισμός]noun
1. An authoritative rule
- synonym:
- regulation ,
- ordinance
1. Ένας έγκυρος κανόνας
- συνώνυμο:
- κανονισμός ,
- διάταγμα
2. A principle or condition that customarily governs behavior
- "It was his rule to take a walk before breakfast"
- "Short haircuts were the regulation"
- synonym:
- rule ,
- regulation
2. Μια αρχή ή μια προϋπόθεση που συνήθως διέπει τη συμπεριφορά
- "Ήταν ο κανόνας του να κάνει μια βόλτα πριν από το πρωινό"
- "Τα σύντομα κουρέματα ήταν ο κανονισμός"
- συνώνυμο:
- κανόνας ,
- κανονισμός
3. The state of being controlled or governed
- synonym:
- regulation
3. Η κατάσταση του ελέγχου ή της διακυβέρνησης
- συνώνυμο:
- κανονισμός
4. (embryology) the ability of an early embryo to continue normal development after its structure has been somehow damaged or altered
- synonym:
- regulation
4. (εμβρυολογία) η ικανότητα ενός πρώιμου εμβρύου να συνεχίσει την κανονική ανάπτυξη μετά την καταστροφή ή την τροποποίηση της
- συνώνυμο:
- κανονισμός
5. The act of bringing to uniformity
- Making regular
- synonym:
- regulation ,
- regularization ,
- regularisation
5. Η πράξη της επαναφοράς στην ομοιομορφία
- Κάνοντας τακτική
- συνώνυμο:
- κανονισμός ,
- τακτοποίηση
6. The act of controlling or directing according to rule
- "Fiscal regulations are in the hands of politicians"
- synonym:
- regulation ,
- regulating
6. Η πράξη του ελέγχου ή της καθοδήγησης σύμφωνα με τον κανόνα
- "Οι δημοσιονομικοί κανονισμοί είναι στα χέρια των πολιτικών"
- συνώνυμο:
- κανονισμός ,
- ρύθμιση
adjective
1. Prescribed by or according to regulation
- "Regulation army equipment"
- synonym:
- regulation
1. Προβλέπεται από ή σύμφωνα με τον κανονισμό
- "Εξοπλισμός στρατού ρύθμισης"
- συνώνυμο:
- κανονισμός