Translation meaning & definition of the word "regularity" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κανονικότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Regularity
[Κανονικότητα]/rɛgjəlɛrəti/
noun
1. A property of polygons: the property of having equal sides and equal angles
- synonym:
- regularity ,
- geometrical regularity
1. Μια ιδιότητα των πολυγώνων: η ιδιότητα του να έχουν ίσες πλευρές και ίσες γωνίες
- συνώνυμο:
- κανονικότητα ,
- γεωμετρική κανονικότητα
2. The quality of being characterized by a fixed principle or rate
- "He was famous for the regularity of his habits"
- synonym:
- regularity
2. Η ποιότητα της ύπαρξης χαρακτηρίζεται από μια σταθερή αρχή ή ποσοστό
- "Ήταν διάσημος για την κανονικότητα των συνηθειών του"
- συνώνυμο:
- κανονικότητα