Translation meaning & definition of the word "regretful" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "επαναλαμβανόμενο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Regretful
[Λυπηρό]/rɪgrɛtfəl/
adjective
1. Feeling or expressing regret or sorrow or a sense of loss over something done or undone
- "Felt regretful over his vanished youth"
- "Regretful over mistakes she had made"
- "He felt bad about breaking the vase"
- synonym:
- regretful ,
- sorry ,
- bad
1. Αίσθημα ή έκφραση λύπης ή θλίψης ή αίσθηση απώλειας για κάτι που γίνεται ή αναιρεθεί
- "Αισθάνθηκε λυπημένος για την εξαφανισμένη νεολαία του"
- "Είναι πολύ καλά για τα λάθη που είχε κάνει"
- "Αισθάνθηκε άσχημα για το σπάσιμο του βάζου"
- συνώνυμο:
- λυπηρός ,
- συγγνώμη ,
- κακός