Translation meaning & definition of the word "regressive" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καταθλιπτική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Regressive
[Οπισθοδρομικόσ]/rəgrɛsɪv/
adjective
1. (of taxes) adjusted so that the rate decreases as the amount of income increases
- synonym:
- regressive
1. Το ( των φόρων) προσαρμόστηκε έτσι ώστε το ποσοστό να μειώνεται καθώς αυξάνεται το ποσό του εισοδήματος
- συνώνυμο:
- οπισθοδρομικόσ
2. Opposing progress
- Returning to a former less advanced state
- synonym:
- regressive
2. Αντίθετη πρόοδος
- Επιστροφή σε μια πρώην λιγότερο προηγμένη χώρα
- συνώνυμο:
- οπισθοδρομικόσ