Translation meaning & definition of the word "registrar" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ρυθμιστής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Registrar
[Γραμματέας]/rɛʤɪstrɑr/
noun
1. A person employed to keep a record of the owners of stocks and bonds issued by the company
- synonym:
- registrar
1. Πρόσωπο που απασχολείται για να τηρεί αρχείο των ιδιοκτητών των μετοχών και των ομολόγων που εκδίδει η εταιρεία
- συνώνυμο:
- γραμματέασ
2. The administrator responsible for student records
- synonym:
- registrar
2. Ο διαχειριστής που είναι υπεύθυνος για τα αρχεία των μαθητών
- συνώνυμο:
- γραμματέασ
3. Someone responsible for keeping records
- synonym:
- registrar ,
- record-keeper ,
- recorder
3. Κάποιος υπεύθυνος για την τήρηση αρχείων
- συνώνυμο:
- γραμματέασ ,
- τερματοφύλακας ,
- καταγραφέασ