Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "register" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εγγραφή" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Register

[Εγγραφή]
/rɛʤɪstər/

noun

1. An official written record of names or events or transactions

    synonym:
  • register
  • ,
  • registry

1. Επίσημη γραπτή καταγραφή ονομάτων ή γεγονότων ή συναλλαγών

    συνώνυμο:
  • εγγραφείτε
  • ,
  • μητρώο

2. (music) the timbre that is characteristic of a certain range and manner of production of the human voice or of different pipe organ stops or of different musical instruments

    synonym:
  • register

2. (μουσικό η χροιά που είναι χαρακτηριστική ενός ορισμένου εύρους και τρόπου παραγωγής της ανθρώπινης φωνής ή διαφορετικών στάσεων οργάνων

    συνώνυμο:
  • εγγραφείτε

3. A book in which names and transactions are listed

    synonym:
  • register

3. Ένα βιβλίο στο οποίο παρατίθενται ονόματα και συναλλαγές

    συνώνυμο:
  • εγγραφείτε

4. (computer science) memory device that is the part of computer memory that has a specific address and that is used to hold information of a specific kind

    synonym:
  • register

4. (επιστημονική συσκευή μνήμης) που είναι το μέρος της μνήμης υπολογιστή που έχει μια συγκεκριμένη διεύθυνση και χρησιμοποιείται για πληροφορίες

    συνώνυμο:
  • εγγραφείτε

5. An air passage (usually in the floor or a wall of a room) for admitting or excluding heated air from the room

    synonym:
  • register

5. Ένα πέρασμα αέρα (συνήθως στο πάτωμα ή ένα τοίχωμα του δωματίου) για την αποδοχή ή την εξαίρεση του θερμαινόμενου αέρα από

    συνώνυμο:
  • εγγραφείτε

6. A regulator (as a sliding plate) for regulating the flow of air into a furnace or other heating device

    synonym:
  • register

6. Ένας ρυθμιστής (είναι μια συρόμενη πλάκα) για τη ρύθμιση της ροής του αέρα σε ένα φούρνο ή άλλη συσκευή θέρμανσης

    συνώνυμο:
  • εγγραφείτε

7. A cashbox with an adding machine to register transactions

  • Used in shops to add up the bill
    synonym:
  • cash register
  • ,
  • register

7. Ένα ταμείο με προσθήκη μηχανής για την εγγραφή συναλλαγών

  • Χρησιμοποιείται σε καταστήματα για να προσθέσετε το λογαριασμό
    συνώνυμο:
  • ταμειακή μηχανή
  • ,
  • εγγραφείτε

verb

1. Record in writing

  • Enter into a book of names or events or transactions
    synonym:
  • register

1. Εγγραφή γραπτώς

  • Εισάγετε ένα βιβλίο ονομάτων ή συμβάντων ή συναλλαγών
    συνώνυμο:
  • εγγραφείτε

2. Record in a public office or in a court of law

  • "File for divorce"
  • "File a complaint"
    synonym:
  • file
  • ,
  • register

2. Εγγραφή σε δημόσιο αξίωμα ή σε δικαστήριο

  • "Αρχείο για διαζύγιο"
  • "Αρχείο καταγγελίας"
    συνώνυμο:
  • αρχείο
  • ,
  • εγγραφείτε

3. Enroll to vote

  • "Register for an election"
    synonym:
  • register

3. Εγγραφείτε για να ψηφίσετε

  • "Εγγραφή για εκλογές"
    συνώνυμο:
  • εγγραφείτε

4. Be aware of

  • "Did you register any change when i pressed the button?"
    synonym:
  • record
  • ,
  • register

4. Γνωρίζω

  • "Καταχωρήσατε οποιαδήποτε αλλαγή όταν πατούσα το κουμπί?"
    συνώνυμο:
  • εγγραφή
  • ,
  • εγγραφείτε

5. Indicate a certain reading

  • Of gauges and instruments
  • "The thermometer showed thirteen degrees below zero"
  • "The gauge read `empty'"
    synonym:
  • read
  • ,
  • register
  • ,
  • show
  • ,
  • record

5. Υποδείξτε μια συγκεκριμένη ανάγνωση

  • Από μετρητές και όργανα
  • "Το θερμόμετρο έδειξε δεκατρείς βαθμούς κάτω από το μηδέν"
  • "Ο μετρητής διαβάζει `άδειος'"
    συνώνυμο:
  • διαβάζω
  • ,
  • εγγραφείτε
  • ,
  • εμφανίζω
  • ,
  • εγγραφή

6. Have one's name listed as a candidate for several parties

    synonym:
  • cross-file
  • ,
  • register

6. Έχετε το όνομα κάποιου που αναφέρεται ως υποψήφιος για διάφορα μέρη

    συνώνυμο:
  • διαγώνιος αρχείο
  • ,
  • εγγραφείτε

7. Show in one's face

  • "Her surprise did not register"
    synonym:
  • register

7. Εμφάνιση στο πρόσωπο κάποιου

  • "Η έκπληξη δεν εγγράφηκε"
    συνώνυμο:
  • εγγραφείτε

8. Manipulate the registers of an organ

    synonym:
  • register

8. Χειρισμός των μητρώων ενός οργάνου

    συνώνυμο:
  • εγγραφείτε

9. Send by registered mail

  • "I'd like to register this letter"
    synonym:
  • register

9. Αποστολή με εγγεγραμμένο ταχυδρομείο

  • "Θα ήθελα να γράψω αυτή την επιστολή"
    συνώνυμο:
  • εγγραφείτε

10. Enter into someone's consciousness

  • "Did this event register in your parents' minds?"
    synonym:
  • register

10. Εισέλθετε στη συνείδηση κάποιου

  • "Κάνατε αυτό το μητρώο στο μυαλό των γονιών σας?"
    συνώνυμο:
  • εγγραφείτε

Examples of using

Tom was caught stealing money from the cash register.
Ο Τομ πιάστηκε να κλέβει χρήματα από το ταμείο.
Be sure to register the letter.
Φροντίστε να καταχωρήσετε την επιστολή.
Have you signed the register?
Έχετε υπογράψει το μητρώο?